ΑΡΙΘΜΟΣ 11687/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή……, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα, ………..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις …… για να δικάσει την από ………..με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……….. έφεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………….του ………, κατοίκου………… Θεσσαλονίκης, οδός ……………..αρ….., με ΑΦΜ……………, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου, του Ουρανία Σαλπιστή του Παναγιώτη (ΑΜΔΣΘ Θεσσαλονίκης 003153).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρία με την επωνυμία «……….. Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… και ……………, και διατηρεί υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη, οδός ………….. αρ. ………, και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ ………., η οποία παραστάθηκε με δήλωση, κατά άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, του πληρεξούσιου δικηγόρου της, …………(ΑΜ ΔΗ Θεσσαλονίκης ………) και 2) ………… του ………, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ……. Αρ. ……….., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης την από …………… με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……….. αγωγή σε βάρος του εκκαλούντος και του δευτέρου εφεσίβλητου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό …………. Οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δίκασε, ερήμην του δεύτερου εναγόμενου, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Κατά της απόφασης αυτής, ο εκκαλών άσκησε στο δικαστήριο που την εξέδωσε την από ………… με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………., απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, έφεση, που ορίστηκε για συζήτηση, αφού αντίγραφο της κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………., στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΦΩΝΗΣΗ της διαφοράς από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΘ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ 1 και 4, προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου, κατά τη συζήτηση της κατ’ έφεση δίκης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει ποιο από τα διάδικα μέρη είναι εκείνο που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και εφόσον βεβαιωθεί ότι τη συζήτηση την επισπεύδει ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος απουσιάζει, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της διαφοράς στη σειρά του οικείου πινακίου, ο δεύτερος εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως δε, αποδεικνύεται, από τη με αριθμ. …………. Έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην Περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ………………., μετά από έγγραφη παραγγελία της πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με την έκθεση κατάθεσης αυτής, την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο εφεσίβλητο. Συνεπώς, πρέπει ο τελευταίος να δικαστεί ερήμην και να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν παρών (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθόσον, δοθέντος ότι ο ως άνω εφεσίβλητος στην πρωτόδικη δίκη δικάσθηκε ερήμην και δεν κατέθεσε προτάσεις, ο εκκαλών προσκόμισε αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α΄ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε κατά εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλούμενη απόφαση. Κατ’ εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτά να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ’ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντίθετων συμφερόντων τους (βλ. ΑΠ 688/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4516/2008 ΝΟΜΟΣ).
Η από …………….., με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………….. έφεση του εκκαλούντος κατά της με αριθμ. ………….. οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε, ερήμην του δεύτερου εναγόμενου, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο προς εκδίκαση της (άρθρα 498 και 17 Α ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, άρθρα 495, 499, 511, 513, 516, 517, 518, 520 παρ.1 ΚΠολΔ, καθόσον οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και το εφετήριο δικόγραφο κατατέθηκε στο παραπάνω Ειρηνοδικείο στις ……, εντός της διετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλούμενης (βλ. την ταυθήμερη πράξη κατάθεσης έφεσης της γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ………..). Κατά το μέρος όμως, που η προκείμενη έφεση στρέφεται κατά του δεύτερου εφεσίβλητου, απλού ομοδίκου του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, δηλονότι, από την επισκόπηση της εκκαλουμένης απόφασης, δεν προκύπτει ότι περιέχεται κάποια επιβλαβής διάταξη σε βάρος του εκκαλούντος και υπέρ του ομοδίκου του, δευτέρου εφεσίβλητου, ή ότι απορρίφθηκε κάποιο αίτημα του εκκαλούντος κατά του ομοδίκου αυτού, ώστε να δικαιολογείται έννομο συμφέρον του πρώτου να απευθύνει την έφεση του και εναντίον του τελευταίου. Συνεπώς, πρέπει η έφεση να απορριφθεί που στρέφεται σε βάρος του δεύτερου εφεσίβλητου, ενώ πρέπει να οριστεί και το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, η έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης, αντιδίκου του εκκαλούντος, ενόψει και του γεγονότος ότι κατά την άσκηση της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τη σχετική βεβαίωση της γραμματέα στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης στην από …………. Έκθεση κατάθεσης δικογράφου ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των καθοριζομένων από αυτούς ορίων, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 522, 524 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρία, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την από ……………, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………., αγωγή κατά του πρώτου εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, και του δεύτερου εναγόμενου, ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, με την οποία ζήτησε κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ο πρώτος ως κύριος του ζημιογόνου οχήματος, προστήσας και ασφαλισμένος σε αυτή, και ο δεύτερος ως προστηθείς οδηγός του ασφαλισμένου οχήματος, οφείλουν να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το χρηματικό ποσό των 2.817 €, νομιμοτόκως κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, που κατέβαλε στους παθόντες ως αποζημίωση, γιατί ο δεύτερος εναγόμενος οδηγούσε το ως άνω αυτοκίνητο, κατά το εν λόγω τροχαίο ατύχημα, υπό την επήρεια οινοπνεύματος, κατά παράβαση του ΚΟΚ, γεγονός που συνδέεται με την υπαίτια από μέρους του πρόκληση του (ατυχήματος), και έτσι, κατά τους ισχυρισμούς της, συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την ασφάλιση, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ασφάλισης, που είχε συνάψει με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος επίσης βαρύνεται με υπαιτιότητα ως προς την οδήγηση του οχήματος του από το δεύτερο εναγόμενο σε κατάσταση μέθης. Επικουρικά δε, ζητούσε το ανωτέρω χρηματικό ποσό με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ζητούσε τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δίκασε ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την εκκαλούμενη απόφαση του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτη την επικουρική βάση της αγωγής, δέχθηκε την κύρια βάση αυτής ως ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του πρώτου εναγόμενου και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 2.817,00 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Καταδίκασε επίσης τους εναγόμενους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, παραπονείται ο πρώτος εναγόμενος, ήδη εκκαλών, για τους περιεχόμενους στην έφεση τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αποδοχή της αγωγής και την απόρριψη της ένστασης του και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, ώστε να απορριφθεί ή σε βάρος του αγωγή στο σύνολο της.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1,6 παρ.1,10 παρ.1 και 11 παρ.1 του Ν. 489/1976 «περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης» ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα, επί οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι των τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος (2 παρ.1). Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπεύθυνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου (6 παρ.1). Το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ίδια αξίωση κατά του ασφαλιστή (10 παρ.1). Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του προσώπου που ζημιώθηκε, όταν τούτο ασκεί την κατά το άρθρο 10 παρ.1 αξίωση, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, επιφυλασσόμενου σε αυτόν του δικαιώματος αγωγής κατά του ασφαλισμένου, του αντισυμβαλλόμενου και του οδηγού (11 παρ.1). Με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν.3557/2007, που ισχύει από …….., προστέθηκε στο Π.Δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο νόμος 489/1976, η διάταξη του άρθρου 6β με την παρ.1 της οποίας «εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α)…….,β) από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος….». Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της άνω διάταξης είναι α) ο σχετικός όρος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη να έχει ενταχθεί νομίμως στη σύμβαση ασφάλισης β) ο οδηγός να οδηγεί όχημα τελών υπό την επίδραση οινοπνεύματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 Ν. 2696/1999(Κ.Ο.Κ) και γ) να συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του ατυχήματος. Ο εξεταζόμενος λόγος εξαίρεσης δε θεωρείται ότι αποτελεί περιεχόμενο κάθε ασφαλιστικής σύμβασης αλλά ισχύει ενόσω έχει ενταχθεί νομίμως στη σύμβαση ασφάλισης μετά από συμφωνία στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 361 ΑΚ, 189, 192 Εμπ. Ν. των συμβαλλομένων μερών είτε με ενσωμάτωση του στη σύμβαση ασφάλισης είτε με παραπομπή της σύμβασης στους όρους της προϊσχύσασας Κ4/585/1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795/8-9-1978, τ. Α.Ε και ΕΠΕ) με τις προϋποθέσεις που ίσχυσαν και υπό το καθεστώς ισχύος της εφόσον αυτή καταργήθηκε ήδη, με την διάταξη του άνω άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν.3227/2007. Η συνομολόγηση του όρου αυτού, που αποτελεί αληθώς καλυμμένο συμβατικό όρο σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή από την υποχρέωση του να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως, σ’ αυτόν, (ασφαλιστή), το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο ή τον οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου και να ζητήσει από αυτούς ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας του. Καθένα από τα πρόσωπα αυτά ευθύνεται αυτοτελώς, δηλαδή υπάρχει παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη, κατά το άρθρο 926 ΑΚ, ενός εκάστου των προαναφερθέντων προσώπων, έναντι του ασφαλιστή. Πλην όμως τα ως άνω πρόσωπα δεν έχουν ευθύνη εξ αναγωγής από μόνον το γεγονός ότι φέρουν την άνω ιδιότητα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορεί η εν λόγω παράβαση να αποδοθεί σε υπαιτιότητα ενός εκάστου από τα ως άνω πρόσωπα, δηλαδή του οδηγού, του ασφαλισμένου και του αντισυμβαλλόμενου, ζήτημα που έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία αν τα δύο τελευταία πρόσωπα είναι διαφορετικά από τον οδηγό. Ειδικότερα, το ζήτημα της ως άνω υπαιτιότητας δε ρυθμίζεται (γενικά ή ειδικά) στο Ν. 2496/1997, (περί ασφαλιστικής συμβάσεως κλπ), ούτε στο Ν. 3557/2007, (ούτε στα άρθρα 25 και 26 της ήδη καταργηθείσας Κ4/585/1978 ΑΥΕ). Όμως, από την προσφυγή στις γενικές διατάξεις του ΑΚ, που ρυθμίζουν την περίπτωση της ομαλής εξέλιξης της σύμβασης, (άρθρα 330, 335, 336, 337 ακ), και καθιερώνουν την αρχή της τεκμαιρομένης υπαιτιότητας, συνάγεται ότι, κατ’ αρχήν υπάρχει αυτή και στο πρόσωπο του ιδιοκτήτη του οχήματος, ο οποίος παραχωρεί την οδήγηση του σε πρόσωπο, το οποίο τελεί υπό την επήρεια οινοπνεύματος και δεν απαιτείται να το επικαλεσθεί στη σχετική αγωγή του ο ασφαλιστής, αφού δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της. Αντιθέτως ο εναγόμενος- ιδιοκτήτης για να καταρρίψει το εις βάρος του τεκμήριο υπαιτιότητας, πρέπει, κατ’ ένσταση, να επικαλεσθεί (και να αποδείξει) ότι δε βαρύνεται με υπαιτιότητα, γιατί δε γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο στο οποίο παραχώρησε την οδήγηση δεν είναι ικανό προς οδήγηση, επειδή τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Εξάλλου, δεν αποτελεί, επίσης, στοιχείο της βάσης της εξ’ αναγωγής αγωγής του ασφαλιστή το οποίο, τεκμαίρεται, κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει, το στοιχείο της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης του όρου της απαλλαγής του ασφαλιστή και της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος. Κατά συνέπεια, ο ιδιοκτήτης ασφαλισμένων ή ο λήπτης της ασφάλισης, πρέπει, κατ’ ένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας (ή) και την έλλειψη υπαιτιότητας, ώστε να μην τελεσφορήσει η εναντίον του αναγωγή του ασφαλιστή (ΑΠ 847/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 991/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της έκδοσης ορθότερης, ως προς το οντολογικό μέρος της, απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και για την ασφαλέστερη διαπίστωση της ουσιαστικής αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, η διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ επιτρέπει την επίκληση και προσκομιδή στο εφετείο νέων αποδεικτικών μέσων, κατ’ αρχήν απεριόριστα, μεταξύ δε αυτών και ενόρκων βεβαιώσεων, με την εξαίρεση εκείνων που οι διάδικοι δεν είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως με πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια τους (ΑΠ 913/2019 ΝΟΜΟΣ). Όμως, η επίκληση και η προσκομιδή και των νέων αποδείξεων υπακούει στο γενικό κανόνα που απορρέει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 524 παρ.1 εδαφ. β και 591 παρ. 1 εδαφ. β περ. γ και δ του ίδιου Κώδικα, κατά τον οποίο όλα τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προσκομίζονται στο ακροατήριο και η επίκληση τους να λαμβάνει χώρα με τις προτάσεις που κατατίθενται κατά τη συζήτηση (ΑΠ 1055/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 284/2018 ΝΟΜΟΣ), εκτός αν με αυτά αποδεικνύεται ισχυρισμός του προσκομίζοντος που προτάθηκε παραδεκτώς με την προσθήκη των προτάσεων του, δηλαδή προς αντίκρουση ισχυρισμού του αντιδίκου του, που προβλήθηκε με τις προτάσεις του για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 534/ 2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 29/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 476/2016 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός μάλιστα για την απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσκομιδή των νέων αποδεικτικών μέσων πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της προσθήκης- αντίκρουσης (ΑΠ 613/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 74/2017 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε κάθε άλλη περίπτωση, επίκληση και προσκομιδή αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, εφόσον γίνεται με την προσθήκη στις προτάσεις τους, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 537/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 163/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 464/2021 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρα του πρώτου εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, χωρίς, όμως, να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, η με αριθμό ……….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που ελήφθη με την επιμέλεια του εκκαλούντος για να χρησιμοποιηθεί το πρώτον στο παρόν, Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού προσκομίζεται απαραδέκτως μετά τη συζήτηση της έφεσης και η επίκληση της γίνεται το πρώτον με την προσθήκη του εκκαλούντος στις προτάσεις του, χωρίς να κατατείνει στην αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν από την αντίδικο το πρώτο στο παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις ……………….., ο δεύτερος εκκαλούμενος έχοντας λάβει τα κλειδιά του με αριθμό κυκλοφορίας …………….αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, ο οποίος είχε παραχωρήσει τη χρήση αυτού στη θυγατέρα του, αλλά και στον ανωτέρω, δεύτερο εναγόμενο, σύζυγο τότε αυτής, προκειμένου να εξυπηρετούν τις οικογενειακές τους ανάγκες, μετέβη στην περιοχή «………..» στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού …… στο ύψος του οδικού αριθμού ….., όπου και στάθμευσε. Ακολούθως και περί ώρα ….. εισήλθε στο αυτοκίνητο και κινήθηκε επί της οδού …………….με κατεύθυνση προς την οδό …………., όμως από έλλειψη προσοχής και επιτηδειότητας περί την οδήγηση και επειδή τελούσε σε κατάσταση μέθης έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε και επέπεσε με σφοδρότητα με την εμπρόσθια αριστερή γωνία αυτού στην εμπρόσθια δεξιά πλευρά (στο δεξιό καθρέπτη και τον εμπρός δεξιό τροχό) του με αριθμό κυκλοφορίας ……… αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του ……………………….του………….(οδηγούμενο από τον ίδιο), το οποίο ήταν σε στάση επί της οδού ………….σε διπλή σειρά, ομόρροπα και 8 με 10 μέτρα έμπροσθεν του ασφαλισμένου στην ενάγουσα, οδηγούμενο από το δεύτερο εναγόμενο, αυτοκινήτου και προξένησε σε αυτό υλικές ζημίες. Λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης το ανωτέρω ασφαλισμένο όχημα παρέσυρε το με αριθμό κυκλοφορίας ………….. αυτοκίνητο και το επέρριψε με την εμπρόσθια αριστερή γωνία του στη δεξιά πλευρά (πίσω δεξιά πόρτα) του με αριθμό κυκλοφορίας ……. Αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας ………, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού ………. Στο ύψος του οδικού αριθμού ….., παράλληλα με το με αριθμό κυκλοφορίας ………..όχημα και δύο μέτρα πιο μπροστά κατά τη φορά του μονόδρομου και προξένησε και στα δύο αυτοκίνητα υλικές ζημίες. Στη συνέχεια το ως άνω ασφαλισμένο στην ενάγουσα αυτοκίνητο συνέχισε την ανεξέλεγκτη πορεία του και προσέκρουσε σε κολωνάκι του πεζοδρομίου στη διασταύρωση των οδών ………….. και ………….., όπου και ακινητοποιήθηκε. Σε έλεγχο που πραγματοποίησαν τα όργανα του Α΄ Τμήματος Τροχαίας Θεσσαλονίκης με συσκευή αλκοολομέτρου στον εκπνεόμενο αέρα, διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό αλκοόλ στον οργανισμό του οδηγού του ασφαλισμένου αυτοκινήτου- δεύτερου εναγόμενου ήταν 0,35 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα η πρώτη και 0,37 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα η δεύτερη μέτρηση. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κρίθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης, ότι η ένδικη σύγκρουση οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου, συνιστάμενη στο ότι αυτός δεν κατέβαλε, την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή, την οποία μπορούσε αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων του και όφειλε, κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλει ως μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός (άρθρο 330 ΑΚ). Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι ο ανωτέρω οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση και με τέτοιο τρόπο που εξέθετε σε κίνδυνο τους λοιπούς χρήστες της οδού, δεν ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος του, ώστε να μπορεί να εκτελέσει ανά πάσα στιγμή τους απαιτούμενους χειρισμούς και οδηγούσε με μειωμένη ικανότητα αντίληψης και αντίδρασης λόγω κατανάλωσης αλκοόλ σε ποσότητα πάνω από τα νόμιμα όρια (άρθρο 42 Κ.Ο.Κ). Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, δυνάμει του με αριθμό ………….ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο ανανεώθηκε με τη με αριθμ. …………… πρόσθετη πράξη του, που ίσχυε για το χρονικό διάστημα από την ……………μέχρι την ………….., είχε ασφαλίσει το ζημιογόνο με αριθμό κυκλοφορίας…………….. αυτοκίνητο, που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του πρώτου εναγόμενου κατά του κινδύνου αστικής ευθύνης του κυρίου και κατόχου (οδηγού) για υλικές ζημίες, με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των ………….. ευρώ ανά ατύχημα, και για σωματικές βλάβες, με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των ………….. ευρώ για κάθε θύμα, που προκαλούνται από την κυκλοφορία του. Σύμφωνα με το έγγραφο όρο ….. του ανωτέρω ασφαλιστηρίου αυτού και υπό το κεφάλαιο «ΓΕΝΙΚΕΣ εξαιρέσεις, συμφωνήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου στην παράγραφο 2 αυτού, « ότι η ασφάλιση δεν καλύπτει ζημίες που προκαλούνται για όσο χρόνο ο οδηγός του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ή ναρκωτικών ουσιών κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ. Ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε και αποδέχθηκε κατά την κατάρτιση και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταξύ τους ασφαλιστικής σύμβασης τον άνω όρο ….. του συμβολαίου, δηλ. ότι εξαιρούνται και αποκλείονται με κοινή συμφωνία τους από την άνω ασφαλιστική κάλυψη οι ζημίες και οι σωματικές βλάβες που θα προκαλούνταν σε τρίτους από την κυκλοφορία του ανωτέρω αυτοκινήτου, κατά το χρόνο που ο οδηγός του θα τελούσε υπό τη επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά παράβαση του ΚΟΚ, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος, όπως και όλους τους υπόλοιπους όρους αυτού, παραλαμβάνοντας τόσο το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ανεπιφύλακτα, χωρίς να εναντιωθεί, όσο και το ειδικό σήμα ασφάλισης και καταβάλλοντας τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα. Κρίθηκε επίσης, με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να υφίσταται λόγος έφεσης, ότι σε εκπλήρωση της ανωτέρω σύμβασης ασφάλισης, η ενάγουσα κατέβαλε στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού α) στον ………., κύριο του με αριθμό ………………αυτοκινήτου το χρηματικό ποσό των ……….. € και β) στον …………….., κύριο του με αριθμό ………..αυτοκινήτου, το χρηματικό ποσό των ………….€. Το ανωτέρω χρηματικό ποσό συνολικού ύψους …………€, η ενάγουσα, με την επίδικη αγωγή της, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται στο πλαίσιο της ως άνω συμφωνηθείσας εξαίρεσης από την ασφάλιση τόσο από τον πρώτο εναγόμενο ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος και ασφαλισμένου της οδό και από το δεύτερο εναγόμενο, υπαίτιο οδηγό. Και ναι μεν κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση σε σχέση με το δεύτερο εναγόμενο, οδηγό, ο οποίος δικάσθηκε ερήμην, ότι η, υπαίτια, μέθη του συντέλεσε στην επέλευση του ως άνω περιγραφόμενου αυτοκινήτου ατυχήματος, πλην όμως, αποδεικνύεται σε σχέση με τον πρώτο εναγόμενο, ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος, ότι ο ανωτέρω ουδεμία υπαιτιότητα είχε σε σχέση με την επέλευση του επίδικου ατυχήματος, υπό τις προρρηθείσες συνθήκες που έλαβε χώρα, αφού ο ίδιος ούτε γνώριζε, ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει, ότι ο δεύτερος εναγόμενος, είτε κατά το παρελθόν είτε κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, σκόπευε να οδηγήσει και πράγματι οδήγησε το όχημα κυριότητας του υπό την επήρεια αλκοόλ. Μόνο το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος, παραχωρώντας το όχημα του στη θυγατέρα του για οικογενειακή χρήση, κατά τα ανωτέρω, αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να το χρησιμοποιεί και ο μέχρι τότε σύζυγος αυτής, δεύτερος εναγόμενος, ουδόλως είναι αρκετό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αποδεχόταν το ενδεχόμενο να οδηγεί το όχημα του ο ανωτέρω και σε κατάσταση μέθης. Συνεπώς, μη αποδεικνυόμενης υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου, ιδιοκτήτη του οχήματος και μη οδηγού αυτού, σε σχέση με το επίδικο ατύχημα , γενόμενης δεκτής της παραδεκτά προβληθείσας, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλούμενης απόφασης, και στις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και νόμιμης σχετικής ένστασης, ως ουσία βάσιμης, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου εναγόμενου ως ουσία αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεπώς, που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό του πρώτου εναγόμενου, που παραδεκτά επαναφέρεται ως λόγος έφεσης με το εφετήριο δικόγραφο, έσφαλε και δεν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου. Κατά ακολουθία των ανωτέρω, παρελκομένης της εξέτασης των άλλων λόγων έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση σε σχέση με την κύρια βάση της αγωγής, κατά το κεφάλαιο που αφορά στον πρώτο εναγόμενο, εκκαλούντα, και αφού κρατηθεί στο δικαστήριο αυτό η διαφορά, να απορριφθεί η αγωγή, σε σχέση με την κύρια βάση αυτής, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, ως ουσία αβάσιμη, γενομένης δεκτής, ως ουσία βάσιμης, της σχετικής ένστασης του πρώτου εναγόμενου περί μη ύπαρξης υπαιτιότητας αυτού ως προς τη επέλευση του επίδικου αυτοκινητικού ατυχήματος. Πρέπει επίσης, να καταδικασθεί η ενάγουσα- εφεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου- εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, και να επιστραφεί στον εκκαλούντα, λόγω της μερικής νίκης του, παράβολο που κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την έφεση κατά της με αριθμό ……………απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΟΡΙΖΕΙ το προκαταβλητέο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, για το δεύτερο εφεσίβλητο,…..
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την έφεση κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του δεύτερου εφεσίβλητου.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά κατ’ ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει τη με αριθμό ………… απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αφορά στον πρώτο εναγόμενο.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει τη διαφορά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από …………….με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……….αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου εναγόμενου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας, πρώτης εφεσίβλητης, τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγόμενου, εκκαλούντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε ……
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις …………..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Θεσσαλονίκη, στις ………………………
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ