Με το νόμο 3869/2010 των υπερχρεωμένων ενυπάρχει η δυνατότητα υπό προϋποθέσεις μακρόχρονης αποδεδειγμένης ανεργίας ή σοβαρής απώλειας εισοδήματος σε συσχετισμό και με άλλες κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους υποκειμενικές διαβίωσης και αντικειμενικές οικονομικής κρίσης του περιβάλλοντος του οφειλέτη, να ορίσει το δικαστήριο ελάχιστες ή μηδενικές μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της μοναδικής πρώτης του κατοικίας.
Η κατοικία αυτή βάσει της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 εξαιρείται από τη ρευστοποίηση έναντι ανταλλάγματος που δυνατόν να ανέλθει έως και το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου με την καταβολή μηνιαίων δόσεων, σε χρονική ακτίνα από 20 έως 35 έτη κατά περίπτωσιν, χωρίς να προβλέπεται ρητά η καταβολή ελάχιστων ή μηδενικών δόσεων για τη διάσωσή της.
Ο ν. 4161/2013 τροποποίησε τον υπολογισμό της οροφής του 80% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου αυτού και όχι της εμπορικής όπως ίσχυε (κάτι που αναμένουμε να τροποποιηθεί).
Συνεπώς έγκειται στην κυριαρχική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ορίσει κατά περίπτωσιν, εκτιμώντας τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του οφειλέτη και τη δυνατότητα επανένταξής του στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα με σοβαρή προσέγγιση στο δεδομένο της ισχύουσας οικονομικής κρίσης, ελάχιστες ή και μηδενικές μηνιαίες καταβολές.
Υπάρχουν εκδοθείσες αποφάσεις όπου το δικαστήριο συνεκτιμώντας τα δεδομένα οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη ορίζει τη δυνατότητα για μηδενικές καταβολές για περιορισμένο όμως χρονικό διάστημα, επαναπροσδιορίζοντας την επανεξέταση της υπόθεσης εν ευθέτω χρόνω.
Αυτό βρίσκεται σε συνάρτηση με την αρχή της καλύτερης δυνατής ικανοποίησης των δανειστών που διέπει το πνεύμα του νόμου αυτού σε σχέση με την αντικειμενική προσέγγιση της υποκειμενικής αδυναμίας του οφειλέτη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ως προς τις λοιπές οφειλές του ο οφειλέτης θα απαλλαγεί εφόσον ποσοτικά είναι σε χαμηλότερο ποσό του 80% της κατοικίας του και θα πληρωθούν με μηνιαίες καταβολές εφόσον βρίσκονται αριθμητικά σε υψηλότερο ποσό του ποσοστού αυτού, με μηνιαίες καταβολές που θα ορίσει το δικαστήριο στο δεύτερο επίπεδο αποπληρωμής μετά το πέρας των πρώτων τεσσάρων ετών όπου θα αποπληρώνει τις δόσεις για τη διάσωση της πρώτης του κατοικίας.
Ήδη μετά την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 το οποίο αντικαθίσταται ως εξής αναμένεται ο προσδιορισμός της αξίας της προς διάσωση κατοικίας με περαιτέρω νομοθετική ρύθμιση που μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει. Το άρθρο 9 έχει πλέον ως εξής:
« ∆ιαδικασία ρευστοποίησης περιουσίας – Προστασία κύριας κατοικίας.
- Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 του ΚΠολ∆. Έργο του εκκαθαριστή είναι αυτό που προσδιορίζεται ειδικά με την απόφαση του διορισμού του και, σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, η διασφάλισή της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πιστωτών, η πρόσφορη εκποίησή της, η προνομιακή ικανοποίηση των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο εκποιούμενο πράγμα και η σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών. Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκκαθαριστή. Από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία του οφειλέτη, εξαιρούνται τα πράγματα που ορίζονται ως ακατάσχετα, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 953 του ΚΠολ∆. Οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠολ∆. 2. Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, και ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωμάτων που εκδίδεται σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος, καθορίζονται τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να εξαιρεθεί η κυρία κατοικία του από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, ιδίως ως προς την αντικειμενική αξία του ακινήτου το ύψος του συνόλου των οφειλών κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της κατάθεσης της αίτησης και το μικτό ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται συμμέτρως από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο. Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη, εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν μεγαλύτερη των είκοσι ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει μεγαλύτερη διάρκεια, η οποία πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε έτη. 3. Η μη τήρηση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου αυτής, επιτρέπει στον πιστωτή να κινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και της μοναδικής κατοικίας του. Καταγγελία της ρύθμισης της παραγράφου 2 επιτρέπεται εφόσον ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή τεσσάρων διαδοχικών μηνιαίων δόσεων ετησίως ή καθυστερεί την καταβολή δόσεων της ρύθμισης, έτσι το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τεσσάρων (4) μηνιαίων δόσεων ετησίως. Για τον υπολογισμό του έτους στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνεται ως αφετηρία ο χρόνος έκδοσης της αποφάσεως που διατάσσει την καταβολή των δόσεων κατά το παρόν άρθρο. Αν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο και ο σύζυγος αυτού δεν διαθέτει ακίνητο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, τότε οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία. Η προστασία του ακινήτου, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ισχύει και εφόσον ο οφειλέτης έχει την επικαρπία ή ψιλή κυριότητα ή ιδανικό μερίδιο επ’ αυτών. 4. Εφόσον οι μηνιαίες καταβολές της παραγράφου 2 του άρθρου 8 πραγματοποιούνται πριν τη διανομή του τιμήματος από την πώληση του ακινήτου, οι προνομιούχοι ή ενυπόθηκοι δανειστές συντρέχουν σε αυτές στο σύνολο των απαιτήσεων τους, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 159 και 160 του Πτωχευτικού Κώδικα ως ισχύει. 5. Σε περίπτωση που οι, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, πραγματοποιηθείσες καταβολές στους πιστωτές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 8 παράγραφος 2 ή 9 παράγραφος 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται. Το ποσό που προκύπτει αποπληρώνεται εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών του άρθρου 8 παράγραφος 2 και του άρθρου 9 παράγραφος 2 με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμισι εκατοστιαίες μονάδες.» 19. Στο άρθρο 10 του ν. 3869/2010 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4. Ο οφειλέτης υποχρεούται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του παρόντος νόμου να επιδεικνύει τη συμπεριφορά συνεργάσιμου δανειολήπτη υπό την έννοια της Απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος – Ευρωσύστημα Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ 2287/27.8.2014) σε σχέση με τους συνεργάσιμους δανειολήπτες.»