Η δημοσιογράφος, Sofia Pinto Coelho, πορτογαλικής εθνικότητας, γεννήθηκε το 1963 και ζει στη Λισαβόνα. Η υπόθεση (Pinto Coelho v. Portugal no. 48718/11) αφορά πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Coelho, για μετάδοση στο πλαίσιο τηλεοπτικής εκπομπής, ηχητικών αποσπασμάτων από την ακροαματική διαδικασία ποινικής δίκης, δίχως την προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής.
Σε ενημερωτικό πρόγραμμα της πορτογαλικής τηλεόρασης SIC, στην οποία η προσφεύγουσα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια νομικών θεμάτων, παρουσίασε ένα ρεπορτάζ της σχετικά με την ποινική καταδίκη ενός 18χρονου για κλοπή κινητού τηλεφώνου. Η ίδια ήταν πολύ σίγουρη για την αθωότητα του 18χρονου και επιχειρηματολόγησε με συνεντεύξεις από διάφορους δικαστές. Συμπεριέλαβε στο ρεπορτάζ της σκηνές από τη δικαστική αίθουσα, αποσπάσματα από ηχογραφήσεις με υπότιτλους και τις ερωτήσεις στους μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Τα αποσπάσματα συνοδεύονταν από σχόλια της Pinto Coehlo, στα οποία προσπαθούσε να αποδείξει ότι τα θύματα (της κλοπής) δεν είχαν αναγνωρίσει τον νεαρό κατά τη διάρκεια της δίκης, ο οποίος ήταν στην δουλειά του την ώρα του συμβάντος.
Με τη μετάδοση της είδησης αυτής, ο πρόεδρος του τμήματος που είχε δικάσει την υπόθεση υπέβαλε καταγγελία στον δημόσιο κατήγορο κατά της Pinto Coelho, αναφέροντας ότι δεν δόθηκε άδεια για την μετάδοση αποσπασμάτων της ηχογράφησης της ακροαματικής διαδικασίας και για τη μετάδοση στιγμιοτύπων από τη δικαστική αίθουσα. Ο εισαγγελέας προσέφυγε κατά της δημοσιογράφου με την καταγγελία της μη συμμόρφωσης με δικαστική απόφαση, καταγγέλλοντας ότι η μη λήψη άδειας στοιχειοθετεί παραβίαση των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Ποινικού Κώδικα.
Ενώπιον του δικαστηρίου, η Pinto Coelho επικαλέστηκε παραβίαση της ελευθερίας του τύπου, ωστόσο με δικαστική απόφαση της 6ης Αυγούστου 2008 καταδικάστηκε για μη συμμόρφωση με δικαστική απόφαση και διατάχθηκε στην καταβολή προστίμου 1.500 ευρώ. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι σκηνές από την ακροαματική διαδικασία που μεταδόθηκαν δεν ήταν ουσιώδεις για το ρεπορτάζ, ότι η ελευθερία του τύπου δεν είναι απόλυτη και ότι η μετάδοση της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς άδεια απαγορεύεται. Η δικανική αυτή πεποίθηση στηρίχθηκε από το Εφετείο της Λισαβόνας στις 26 Μαΐου 2009. Στις 15 Φεβρουαρίου 2011, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της δημοσιογράφου Pinto Coelho. Στηριζόμενη στο άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η Pinto Coelho προσέφυγε κατά της ποινικής της καταδίκης για μη εξουσιοδοτημένη χρήση της ηχογράφησης της ακροαματικής διαδικασίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι η ελευθερία του τύπου είναι θεμέλιο της δημοκρατίας και εν προκειμένω ότι αξίζουν σεβασμού τόσο το δικαίωμα της προσφεύγουσας να ενημερώσει το κοινό όσο και το δικαίωμα του κοινού να ενημερωθεί. Το επίμαχο ρεπορτάζ σαφώς αφορούσε θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος και η δημοσιογράφος δεν ηχογράφησε παράνομα τη διαδικασία, ενώ αλλοίωσε τη φωνή των δικαστών και μαρτύρων ώστε να μην αναγνωρισθούν από το κοινό.
Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ προστατεύει επίσης τον τρόπο και το μέσο έκφρασης των ιδεών και των πληροφοριών και δεν μπορεί το δικαστήριο να υποδεικνύει το πώς θα παρουσιάζεται μια υπόθεση από τον Τύπο. Το ΕΔΔΑ επίσης τονίζει ότι όταν προβλήθηκε το επίμαχο ρεπορτάζ, είχε ήδη εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Επομένως δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί με ποιό τρόπο η προβολή των συγκεκριμένων αποσπασμάτων μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης.
Το δικαστήριο έπρεπε να σταθμίσει ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και στο δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Το δικαίωμα της ομιλίας στη δημόσια ακρόαση δεν είχε την ίδια βαρύτητα με το δικαίωμα υπόληψης. Η ακρόαση ήταν δημόσια και κανένας από όσων η φωνή ακούστηκε στα επίμαχα αποσπάσματα δεν υπέβαλε μήνυση ή κάποιο ένδικο μέσο κατά της προσφεύγουσας. Τέλος, σε σχέση με την αναλογικότητα της ποινής, κρίθηκε ότι, το πρόστιμο που επιβλήθηκε είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα για την προσφεύγουσα και εν κατακλείδι υπήρξε παράβαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.
ΠΗΓΗ : www.legalnews24.gr
- ΤΙ ΛΕΕΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΕΣΔΑ ;
- 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης, καθώς και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδέων χωρίς παρέμβαση από δημόσια αρχή και ασχέτως συνόρων. Αυτό το Άρθρο δεν απαγορεύει στα Κράτη να επιβάλλουν διαδικασίες αδειοδότησης για τις επιχειρήσεις μετάδοσης εκπομπών, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
- 2. Η ενάσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπόκειται σε διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς ή κυρώσεις εφόσον αυτές περιγράφονται στον νόμο και είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, εδαφικής ακεραιότητας ή δημόσιας ασφάλειας, για την αποτροπή εκτροπής ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας και των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, για την αποτροπή της κοινοποίησης πληροφοριών που συλλέχθησαν με εμπιστευτικότητα, ή για την προστασία του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
Παρακάτω παρατίθεται η απόφαση του ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 29.3.2016, Bédat v. Switzerland (56925/08) στην οποία τονίζονται οι περιορισμοί σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης όταν εμπλέκεται το άρθρο 10 ΕΣΔΑ (περί ελευθερίας έκφρασης και τύπου) και το άρθρο 8 ΕΣΔΑ (περί δικαιώματος ιδιωτικού βίου). Συγκεκριμένα στην παρατιθέμενη απόφαση υπάρχει καταδίκη δημοσιογράφου που προχώρησε σε παράθεση σχολίων και πληροφοριών σχετικά με εκκρεμή ποινική δίκη.
Αρχικά, στο σκεπτικό της απόφασης τονίζεται η προστασία που εξασφαλίζει το άρ. 10 ΕΣΔΑ στους δημοσιογράφους με δεδομένο ότι ενεργούν καλόπιστα, προκειμένου να παράσχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με τις αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Γενικά, δε νοείται απαγόρευση συζήτησης των δικαστικών υποθέσεων. Ωστόσο, οι ποινικές υποθέσεις αποτελούν μία ειδική κατηγορία δικαστικών υποθέσεων όπου ισχύει το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο μετουσιώνεται στην αρχή της αμερόληπτης κρίσης του δικαστηρίου. Επομένως, σε περιπτώσεις που υπάρχουν δηλώσεις ικανές να υπονομεύσουν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν υπάρχει η προστατευτική δικλείδα του άρθρου 10 ΕΣΔΑ.
Είναι δεδομένο πως κάθε δήλωση εξετάζεται ανάλογα με το κατά πόσο θα μπορέσει να βλάψει το δικαίωμα του εκάστοτε κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη. Ειδικά λοιπόν σε υπόθεση που εκκρεμεί τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται είναι τα ακόλουθα: (α) πώς ο προσφεύγων βρέθηκε στην κατοχή των επίμαχων πληροφοριών, (β) το περιεχόμενο του δημοσιεύματος (τόσο η ουσία του όσο και ο τρόπος παρουσίασης), (γ) η συμβολή του άρθρου σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, (δ) η επιρροή του στην ποινική διαδικασία, (ε) η παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικού βίου του κατηγορούμενου, (στ) η επιβληθείσα ποινή.
Στην παρατιθέμενη απόφαση δεν προέκυπτε η κτήση των πληροφοριών της δίκης με παράνομο τρόπο εκ μέρους του δημοσιογράφου. Συγκεκριμένα ο δημοσιογράφος έγραψε ένα άρθρο σχετικά με το επίμαχο ατύχημα που προκάλεσε ο κατηγορούμενος, παρασύροντας με το αυτοκίνητό του πεζούς, τρεις εκ των οποίων σκοτώθηκαν και άλλοι οκτώ τραυματίσθηκαν. Μάλιστα το συγκεκριμένο περιστατικό που έλαβε χώρα στη γέφυρα της Λωζάννης αποτέλεσε αντικείμενο ευρύτερο ενδιαφέροντος από την κοινωνία. Στο άρθρο του ο δημοσιογράφος περιέγραφε με πολύ αρνητικό τρόπο τον κατηγορούμενο και μπορεί ξεκάθαρα να μην έλαβε κάποια θέση επί του ζητήματος αλλά δημιούργησε εντυπώσεις κατά του κατηγορουμένου καθώς εισχώρησε σε διερεύνηση του ποινικού περιεχομένου της υπόθεσης και δεν αρκέστηκε στην παράθεση των γεγονότων (ρεπορτάζ). Όπως είναι γνωστό άλλωστε η ποινική διερεύνηση της εκάστοτε υπόθεσης είναι έργο των δικαστικών αρχών και σε καμία περίπτωση δημοσιογράφων.
Το δικαστήριο εξετάζοντας την υπόθεση αυτή κατέληξε πως τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν δεν επηρέαζαν το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη αλλά ούτε καταπατούσε το απόρρητο. Ωστόσο, δημιούργησαν εντυπώσεις εις βάρους του κατηγορουμένου, ο οποίος βρισκόταν σε ιδιαίτερα αδύναμη θέση καθώς επρόκειτο για άτομο με νοητική διαταραχή, το οποίο είχε προφυλακιστεί. Επίσης, η δημοσιότητα που πήρε το συγκεκριμένο θέμα προσέδωσε στον κατηγορούμενο την επίφαση του δημοσίου προσώπου , ενώ επρόκειτο για ένα άτομο το οποίο δεν ήταν δημόσιο και δεν εκτίθετο με τη βούληση του στη δημοσιότητα. Μέσα από τη διάσταση που πήρε το θέμα δημοσιοποιήθηκαν ιατρικά στοιχεία και έγγραφα , τα οποία ανήκουν στη σφαίρα ιδιωτικού βίου του εκάστοτε ατόμου. Η αποκάλυψη πληροφοριών που καλύπτονται από το απόρρητο της ποινικής διαδικασίας τιμωρείται ποινικά και στα τριάντα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης των οποίων η νομοθεσία μελετήθηκε για τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης. Η ποινική δίωξη και καταδίκη του προσφεύγοντος, αρχικά σε ένα μήνα φυλάκισης με αναστολή και στη συνέχεια σε πρόστιμο 4.000 ελβετικών φράγκων δεν ενείχε δυσανάλογο περιορισμό της άσκησης της ελευθερίας έκφρασής του και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν ικανή να αποτρέψει αυτόν ή άλλους δημοσιογράφους από την πληροφόρηση του κοινού για εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις. Δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, καθώς επρόκειτο για απόρρητα στοιχεία και αυστηρά προσωπικά δεδομένα.