Ο Ποινικός Κώδικας περιέχει ειδικές διατάξεις , ιδιαίτερα προστατευτικές για παραβάσεις που τελούνται από ανηλίκους. Η συγκεκριμένη μέριμνα του ελληνικού δικαίου πηγάζει από τις –αυξημένης τυπικής ισχύος- διεθνείς συνθήκες που δεσμεύουν και τη χώρα μας (ΕΣΔΑ, Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Διεθνές Σύμφωνο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα).
Θεμέλια διάκριση της έννομης τάξης είναι η ηλικιακή διάκριση των ανηλίκων:
– ανήλικοι παραβάτες κάτω των 8 ετών είναι αδιάφοροι για το Ποινικό Δίκαιο καθώς δεν πράττουν με συνείδηση
– ανήλικοι παραβάτες με ηλικία άνω των 8 μέχρι και την ηλικία των 13 θεωρούνται ότι πράττουν, ωστόσο δεν είναι καταλογιστέοι καθώς δεν μπορούν να τελέσουν νομικό έγκλημα σύμφωνα με τις επιταγές του 14 ΠΚ και μόνο αναμορφωτικά / θεραπευτικά μέτρα μπορούν να τους επιβληθούν
– Ανήλικοι παραβάτες με ηλικία μεγαλύτερη των 13 ετών και μέχρι και την ηλικία των 18 ετών πράττουν άδικα και είναι ποινικά καταλογιστέοι και η έννομη τάξη προσφέρει επικουρικά αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα και ποινικό σωφρονισμό.
Άκρως σημαντική αρχή του δικαίου ανηλίκων είναι η <<θέση της διαπαιδαγώγησης της ποινής>> επομένως για να επιβληθεί σε κάποιον ανήλικο ένα από τα προβλεπόμενα μέτρα πρέπει να υπάρχει διπλή αιτιολόγηση : Αρχικά να αναφέρεται με σαφήνεια ο σκοπός του προβλεπόμενου μέτρου καθώς και ο λόγος που αποκλείστηκαν τα ηπιότερα.
Με την ενηλικίωση του ενδιαφερομένου προβλέπεται η ρητή και αυτοδίκαιη παύση των ληφθέντων αναμορφωτικών μέτρων.
Οι δίκες ανηλίκων παρουσιάζουν μία ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις δίκες ενηλίκων καθώς γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και υπάρχει κάμψη της αρχής της δημοσιότητας ( που αποτελεί θεμέλιο λίθο της ποινικής διαδικασίας), για την προστ6ασία της τιμής και υπόληψης του ανηλίκου.