Το γραφείο μας κλήθηκε να αντιμετωπίσει την περίπτωση συζύγου που στερήθηκε του δικαιώματος διεκδίκησης της συμμετοχής του στην κοινώς αποκτηθείσα οικογενειακή κατοικία διαρκούντος του γάμου, της οποίας αποκλειστική κυρία ήταν η εν διαστάσει σύζυγος. Η σύζυγος είχε φροντίσει κρυφίως να μεταβιβάσει την οικογενειακή κατοικία λόγω γονικής παροχής στην άρτι ενηλικιωθείσα κόρη τους, έχοντας παρακρατήσει για τον εαυτό της το δικαίωμα ισοβίου οικήσεως.
Ο έτερος σύζυγος δεν είχε εξασφαλίσει το δικαίωμά του επί του ακινήτου αυτού, εκ του άρθρου 1402 ΑΚ με συνέπεια να είναι εκτεθειμένος ως προς την αναζήτηση της συμβολής του στην κοινώς αποκτηθείσα συζυγική κατοικία, καθόσον η κατοικία ιδιοκτησιακά δεν ανήκε πλέον στην τέως σύζυγο και δεν αποτελούσε πλέον επαύξηση της περιουσίας της, όπως απαιτεί το άρθρο 1400 ΑΚ για την σχετική διεκδίκηση.
Ως εκ τούτου ετίθετο το ερώτημα με ποια νομική βάση θα μπορούσε να αναζητήσει τη συμβολή του σε εκείνο το χρονικό σημείο.
Η νομολογιακή έρευνα του θέματος μας διαφώτισε ότι η εκποίηση οποιουδήποτε ακινήτου εκ μέρους του συζύγου που είναι κύριος αυτού, στη διάρκεια της διάστασης, δε συνιστά καταδολίευση, δοθέντος ότι το άρθρο 1402 ΑΚ δίνει τη δυνατότητα εξασφάλισης του δικαιώματος του ετέρου συζύγου εκ του άρθρου 1400 ΑΚ στο εν λόγω ακίνητο, που αποτρέπει την καταδολίευση, ασχέτως του αν ο σύζυγος αυτός κάνει χρήση του δικαιώματος αυτού ή όχι.
Η νομική βάση που θα μπορούσε να στηρίξει ισόποση της συμβολής αυτής, αποζημιωτική διεκδίκηση, είναι το άρθρο 919 ΑΚ που αναφέρεται στην αποζημίωση αυτού που με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθ.
Στην προκειμένη περίπτωση θεωρείτο ότι η εν λόγω μεταβίβαση της οικογενειακής στέγης στην κόρη λόγω γονικής παροχής εκ μέρους της ιδιοκτήτριας μητέρας και συζύγου του πελάτου μας ήτο αντίθετη στα χρηστά ήθη και τούτο διότι συνδυαζομένων των παραμέτρων και περιστάσεων τέλεσής της, καταμαρτυρούσε την σπουδή και πρόθεση της τελευταίας να ακυρώσει το δικαίωμα του συζύγου της εκ του άρθρου 1400 ΑΚ (ενδεικτικά αναφερομένων των περιστάσεων αυτών ως εξής : ότι η μεταβίβαση έγινε σε περίοδο προσπάθειας εξώδικης επίλυσης των συζυγικών διαφορών, κρυφίως, στην κόρη που είχε ενηλικιωθεί μόλις μερικές ημέρες πριν τη μεταβίβαση, διέθετε μεγάλη περιουσία που δεν επέβαλλε την άμεση εις αυτήν γονική παροχή της οικογενειακής στέγης σε εκείνο το χρονικό σημείο, είχε προβλεφθεί το δικαίωμα οίκησης εκ μέρους της συζύγου που προκάλεσε τη μεταβίβαση {που καταμαρτυρούσε την αληθή πρόθεσή της να παραμείνει στην οικία αυτή εσαεί ακώλυτα } και τέλος η μεταγραφή της γονικής αυτής παροχής έγινε σε περιφερειακό αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο σε ημέρα αργίας για τη Θεσσαλονίκη κάτι που καταμαρτυρούσε τη σπουδή να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση αυτή το γρηγορότερο δυνατόν).
Η απόφαση που εξεδόθη εν τέλει σε πρώτο βαθμό (διότι η υπόθεση συμβιβάσθηκε μεταξύ των συζύγων) δέχθηκε τη νομική βάση της αγωγής μας, εν τούτοις απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη και τούτο δίχως ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και με εσφαλμένη αιτιολογία, εκλαμβάνοντας ότι η μεταβίβαση στην κόρη δεν αντέκειτο στα χρηστά ήθη, διότι αυτή (κόρη) ήτο σε κάθε περίπτωση η νόμιμη κληρονόμος της οικίας αυτής, πόρισμα, κατά την άποψη του γραφείου μας απολύτως εσφαλμένο, καθόσον δεν ελάμβανε υπόψη και δεν εκτιμούσε τους ως άνω προταθέντες άκρως ουσιώδεις ισχυρισμούς στην έκβαση της δίκης.