Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της λήψης γενετικού υλικού και της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, ιατρικής ή ψυχιατρικής όταν ο κατηγορούμενος αντιτίθεται σε αυτή.
Σύμφωνα με την ΠορισμΑναφΕισΕφΘεσ 14/10/2013 στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνονται και τα γενετικά δεδομένα και το αποτέλεσμα ανάλυσης αυτών. Το DNA (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ) (γονιδιακή κλίμακα) αποτελεί τον κώδικα κάθε ανθρώπου στον οποίο είναι αποθηκευμένα όλα τα ιδιαίτερα και μοναδικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα και μοναδικότητα του ατόμου, που αποτελούν ανεπανάληπτα στοιχεία για κάθε άνθρωπο, που τον συνοδεύουν από την γέννηση του μέχρι τον θάνατο του και μετ’ αυτόν. Τα στοιχεία που είναι ενσωματωμένα στο DNA του ατόμου είναι οι ασθένειες, οι προδιαθετικοί παράγοντες του ατόμου καθώς και όλα τα χαρακτηριολογικά στοιχεία αυτού. Η παρέμβαση των ανωτέρω θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται αυστηρά μόνο στην ταυτοποίηση των στοιχείων του υπόπτου, κατηγορουμένου. Η ανάλυση και εξέταση του ,DNA, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της ταυτοποίησης των στοιχείων του δράστη κάποιας εγκληματικής ενέργειας συνδυαζόμενη βέβαια και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία.Το DNA πρέπει να λαμβάνεται μόνο στις περιπτώσεις που τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή ή δεν είναι λιγότερο επαχθή για τον ύποπτο ή κατηγορούμενο. Η διάταξη όπως έχει διατυπωθεί και ισχύει σήμερα, την δυνατότητα αυτή έχουν οι αρμόδιες διωκτικές αρχές να προβαίνουν στην υποχρεωτική λήψη του DNA. Κατά την άποψη μας η αρχή της προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου δικαιολογημένα κάμπτεται όταν πρόκειται να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον του ατόμου και η δικαιοσύνη τα οποία διασφαλίζονται με την ποινική δίωξη των εγκληματιών και παραβατών του νόμου. Όταν μάλιστα δεν υφίστανται άλλα λιγότερο επαχθή αποδεικτικά στοιχεία προς διαπίστωση των στοιχείων του δράστη (βλ. ΓνΕισΑΠ 16/2011 ΝΟΒ 2012 σελ 703, ΓνΕισΑΠ 15/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).Οι διωκτικές αρχές σύμφωνα με την παρακάτω διάταξη (άρθρο 200 Α παρ. 1 του ΚΠΔ ως ισχύει έχουν δικαίωμα λήψης DNA και χωρίς την συγκατάθεση του υπόπτου τελέσεως κάποιων κακουργηματικών πράξεων προς σύγκριση αυτού (DNA) με τα λοιπά υπάρχοντα ευρήματα του υπόπτου στον χώρο διάπραξης των εκνόμων ενεργειών. Μόνη βέβαια η ταυτοποίηση των ευρημάτων με το ληφθέν DNA δεν αποδεικνύει και την τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος από τον ύποπτο τελέσεως αυτών. Μόνη η ταυτοποίηση αποδεικνύει την παρουσία αυτου (υπόπτου) στον χώρο που έλαβε ή έλαβαν χώρα οι έκνομες ενέργειες αυτού. Ο συνδυασμός όμως αυτού (DNA) με λοιπά αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν αναμφισβήτητα την τέλεση των συγκεκριμένων κακουργημάτων ή πλημμελημάτων ή την συμμετοχή σ’ αυτά.
Με την υπ’ αρ. 15/2011 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή, επετράπη η δια της βίας απόσπαση γενετικού υλικού από υπόπτους για ποινικά αδικήματα. Βέβαια όταν το υλικό είναι προσωπικό (λήψη αίματος, σπέρματος), ο εξαναγκασμός θα πρέπει να απαγορευθεί εκτός φυσικά και εάν πρόκειται για πολύ σοβαρά εγκλήματα.Εάν όμως πρόκειται για πλημμελήματα, ο εξαναγκασμός για τη λήψη DNA δεν δικαιολογείται και μπορεί να θεωρηθεί προσβολή της προσωπικότητας διότι δεν πρόκειται για τόσο σοβαρά εγκλήματα ώστε να δικαιολογείται ο εξαναγκασμός σε λήψη γενετικού υλικού.
Επομένως, η λήψη γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου με βάση το άρθρο 200Α ΚΠΔ επιτρέπεται μόνο εφόσον η ταυτοποίηση του προσώπου δεν προκύπτει, ήδη, από άλλα αποδεικτικά μέσα.
Συμπερασματικά λοιπόν και εφόσον εκτέθηκαν τα παραπάνω η λήψη DNA είναι υποχρεωτική για όλους όσους θεωρούνται ύποπτοι λόγω σοβαρών ενδείξεων . Το άρθρο 200Α ΚΠοινΔικ κατέστησε αυτό το νέο είδος ειδικής πραγματογνωμοσύνης ιδιαίτερα ευρύ. Σε περίπτωση που ο ύποπτος αντιτίθεται έχει επιτραπεί η διά της βίας λήψη DNA. Μόνο όταν πρόκειται για πολύ σοβαρά εγκλήματα είναι δυνατή η δια της βίας λήψη εξαιρετικά προσωπικού γενετικού υλικού. Σε κάθε περίπτωση το αν υπήρξε προσβολή του πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κρίνεται συγκεκριμένα.