Με απόφαση έτους 2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (η οποία δεν εφεσιβλήθηκε μέχρι σήμερα) απερρίφθη ανακοπή αντιδίκου μας (του άρθρου 933 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) κατά επιταγής μας προς εκτέλεσιν κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου τελεσίδικης απόφασης που επεδίκαζε υπέρ του πελάτου μας ορισμένο χρηματικό ποσόν.
Η εν λόγω ανακοπή καίτοι ασκήθηκε παραδεκτώς, εν τούτοις επί της ουσίας κρίθηκε ότι ο πρώτος λόγος ανακοπής που προεβλήθη και αφορούσε συμψηφισμό ομοειδούς απαίτησης κατά αντικείμενο προς την υπό εκτέλεση (ένσταση συμψηφισμού), δεν πληρούσε αποδεικτικά (ένορκη βεβαίωση μάρτυρος) τους όρους του νόμου κατά το άρθρο 933 παρ. 4 ΚΠολΔ της παραχρήμα απόδειξης ήτοι της άμεσης συναγωγής συμπεράσματος που αποτελεί βασική αρχή των δικών περί την εκτέλεση.(Στο σημείο αυτό εφιστούμε την προσοχή για την τροποποίηση της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 933 ΚΠολΔ από τη νέα τροποποίηση με την παρ. 5 του νέου άρθρου 933 ΚΠολΔ όπου πλέον εκλείπει η παραχρήμα απόδειξη στη διατύπωση του άρθρου και αναφέρεται ότι η απόσβεση της απαιτήσεως πρέπει να αποδεικνύεται πλέον με έγγραφα και δικαστική ομολογία)
Η επίκληση δε της καταχρηστικότητος του δικαιώματος του επισπεύδοντος που προεβλήθη και αφορούσε την επί μακρόν μη άσκηση του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους του, οδήγησε και πάλι σε απόρριψη και αυτού του λόγου με το σκεπτικό ότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή και η καλόπιστη πεποίθηση του δικαιούχου ότι το δικαίωμα δεν υπάρχει ή δεν πρόκειται να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την άσκησή του (βλ.σχετ. ΟλΑΠ 8/2001 ΕΛΔνη 2001- 382 /ΟλΑΠ 1/1997 ΕλΔνη 1997, 538).
Και τέλος ο τρίτος λόγος της κριθείσας ανακοπής περί του ότι υπολογίστηκε εσφαλμένα η νομική συμβουλή επί της επιταγής ισόποσα με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη που περιέχετο στην εξ απογράφου απόφαση πλέον ΦΠΑ 23 % διότι δήθεν επρόκειτο για διαφορά που εκδικάσθηκε προ του νέου κώδικα περί δικηγόρων (ν. 4194/2013), απερρίφθη ως αβάσιμος με το αιτιολογικό ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72 παρ. 1, 165, 166 παρ. 1, 2, 3 του ν. 4194/2013 η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεσιν, όταν αυτή επιδίδεται μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων (25/9/2013) υπολογίζεται με βάση αυτόν και όχι με βάση τον προϊσχύσαντα Κώδικα (ν. 3026/1954) ή με την με αρ. 12.398/1989 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1 και 2 ν. 4194/2013 οι διατάξεις του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης και από τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ καταργείται ο Κώδικας περί Δικηγόρων, όπως αυτός είχε κυρωθεί με το ν.δ 3026/1954...Εξ άλλου με το άρθρο 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 ορίζεται η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάσθηκε από το Δικαστήριο, χωρίς να επαναλαμβάνεται στην κρίσιμη διάταξη του άρθρου 72 παρ.1 ν. 4194/2013 η ρύθμιση που υφίστατο στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 τελ. εδ. ω. 3026/1954 κατά την οποία εν πάση περιπτώσει η αμοιβή επί συντάξεως επιταγής προς πληρωμήν ουδέποτε δύναται να υπερβεί το 1/4 του ποσού της δι ήν η επιταγή οφειλής….
Ομοίως απερρίφθη ο ισχυρισμός για τον εσφαλμένο συνυπολογισμό ποσοστού ΦΠΑ επί της επίμαχης αμοιβής, διότι τα φορολογικά παραστατικά είχαν εκδοθεί από το δικαιούχο δικηγόρο του επισπεύδοντος καθ’ ου η ανακοπή, καίτοι μετά την ανακοπή, διότι με την έκδοσή τους τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για τη διασφάλιση της απόδοσης του ΦΠΑ στο Δημόσιο προς αποτροπή του κινδύνου κάρπωσής του από τον ίδιο (βλ.ΑΠ 190/2002 ΔΕΕ 2002, 1294).
Η απόφαση και πληροφορίες στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου.