Το 1975, με την συνεργασία των τότε υπουργών Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα και Οικονομικών Ευάγγελου Δεβλέτογλου, ψηφίστηκε ο Νόμος 128 ο οποίος επέβαλε μια ποσοστιαία επιβάρυνση στα πάσης φύσεως επιτόκια καταναλωτικών, επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων. Σκοπός της εισφοράς αυτής ήταν να επιδοτηθούν δάνεια προς τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Στη συνέχεια εκδόθηκε ο Ν.2515/1997(ΦΕΚ Α’ 154) όπου στην παράγραφο 2 του άρθρου 22 ρυθμίζεται το ζήτημα της ίδιας εισφοράς στις περιπτώσεις και των δανείων που χορηγούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Από τη σαφή γραμματική διατύπωση των διατάξεων περί εισφοράς σαφώς συνάγεται ότι η ανωτέρω του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες αυτών. Τούτο αβίαστα συνάγεται κατ’ αρχήν από την ίδια τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, στην οποία ρητά ορίζεται ότι: «επιβάλλεται εισφορά που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του κοινού λογαριασμού …», δηλ. τούτο κατ’ αρχήν με σαφήνεια προκύπτει ότι υπόχρεοι για την εν λόγω εισφορά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα με το Ν.25151997 ορίζεται ρητά: «Η εισφορά αυτή (εννοεί του Ν. 128/1975) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Επομένως, στηρίζει πως προκύπτει σαφέστατα ότι για τα δάνεια που λαμβάνονται σε συνάλλαγμα από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού υποχρέωση καταβολής της εισφοράς έχει ο δανειοδοτούμενος. Μέρος της θεωρίας υποστηρίζει πως πρόκειται για ηθελημένη νομοθετική ρύθμιση , η οποία εξ αντιδιαστολής ερμηνευόμενη υποδεικνύει ξεκάθαρα ότι τα πιστωτικά ιδρύματα του εσωτερικού της χώρας υποχρεούνται να καταβάλλουν την εισφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς καμία επιβάρυνση του ίδιου του δανειοδοούμενου. (ΕφΑΘ 5253/2003, ΠΠρΑΘ 1119/2002, ΕιρΑΘ 2874/2004 αδημ.).
Πέρα από το αν υπάρχει μετακύλιση της επιβάρυνσης στο δανειοδοτούμενο είναι απαραίτητο να αναρωτηθεί κανείς αν η συγκεκριμένη εισφορά του Ν.128/75 αποτελεί καταχρηστικό και παράνομο Γενικό Όρο Συναλλαγών (ΓΟΣ). Οι ΓΟΣ είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα που ορίζεται στο Ν.2251/1994 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 παρ. 6 “Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων καιυποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι.”
Με το πέρασμα των ετών έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις , οι οποίες υποστηρίζουν πως οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν από την εισφορά του Ν. 128/75 είναι καταχρηστικές και άκυρες καθώς δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ουσιαστικά επιβάλλονται από την εκάστοτε τράπεζα, θέλοντας να νοηθεί η σύμβαση συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς ως ενιαίο σύνολο.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η απόφαση 101/2013 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, η οποία διαφωνεί με την μετακύλιση της επιβάρυνσης στα πιστωτικά ιδρύματα που αναλύθηκε παραπάνω και τάσσεται με την άποψη που ορίζει πως υπόχρεοι καταβολής της εισφοράς είναι οι δανειοδοτούμενοι. Ωστόσο, το σημαντικό σημείο της συγκεκριμένης απόφασης έχει να κάνει με το ζήτημα της διαφάνειας της επιβολής του όρου αυτού. Ειδικά, ” η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται, χωρίς προηγούμενη επαρκή γνώση και ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΕφΑθ 1159/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 492/2012 ΕπισκΕμπΔ 2010 σελ΄.1143).” Η απόφαση επίσης παραπέμπει στην υπ’ αριθμόν 289/30.10.1980 απόφαση της νομισματικής επιτροπής που τονίζει ότι ο εκτοκισμός των οφειλόμενων τόκων σε τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα εκκινεί από την πρώτη μέρα της καθυστερήσεως, δηλαδή αμέσως μόλις καταστούν απαιτητοί. Ο εκτοκισμός, ωστόσο, επιτρέπεται μόνο εφόσον έχει συμφωνηθεί ρητώς από τα μέρη και αφορά μόνο τόκους επί καθυστερούμενων απαιτήσεων που έχουν εξοπλιστεί με κάποιον εκτελεστό τίτλο (δικαστική απόφαση, διαταγή πληρωμής). Ουσιαστικά επομένως, επιτρέπεται ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και μόνο, και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ο ανατοκισμός προμηθειών και εξόδων. Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη απόφαση ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί εις βάρος των δανειοδοτουμένων τονίζοντας πως ελλείπουν τα απαιτούμενα πρότυπα διαφάνειας για την επιβολή μίας τέτοιας επιβάρυνσης.
Στο συγκεκριμένο μήκος κύματος κινείται και η πιο πρόσφατη 735/2016 Ειρηνοδικείου Αθηνών , η οποία υπογραμμίζει πως βάσει του άρθρου 12 του Ν.2601/1998, άρθρου 30 Ν.2789/2000 σε συνδυασμό με την 289/1980 απόφαση της νομισματικής επιτροπής ΜΌΝΟ οι τόκοι δύνανται να ανατοκίζονται.
Ενδεικτικά αναφέρονται και οι παρακάτω αποφάσεις που επικυρώνουν την ανωτέρω άποψη : 257/2015 MονΠρωτΚω, 5188/2014 ΕιρΑθ, 2697/2012 ΕιρΑθ.
Συμπερασματικά είναι σημαντικό να τονιστεί πως το πνεύμα της νομολογίας τα τελευταία χρόνια διατηρεί μία προστατευτική στάση ως προς τους δανειοδοτουμένους. Σε καμία περίπτωση δεν αρνείται ότι οι ίδιοι επιβαρύνονται με την καταβολή της εισφοράς, ωστόσο αυτό πρέπει να γίνεται εν γνώσει τους και με τη ρητή βουλησή τους. Οι ΓΟΣ εκ φύσεως αποτελούν προδιατυπωμένους όρους στην εκάστοτε σύμβαση και πολλές φορές έχουν αποτελέσει θέμα έντονης διαφωνίας και κριτικής. Τα πιστωτικά ιδρύματα τους εντάσσουν στη σύμβαση που συνάπτουν με τους πελάτες τους χωρίς να εφαρμόζουν τα ελάχιστα πρότυπα διαφάνειας, τα οποία απαιτούν την πλήρη και επαρκή ενημέρωση των δανειοδοτουμένων σχετικά με το τι συνομολογούν. Σε κάθε άλλη περίπτωση η επιβάρυνση της εισφοράς του Ν. 128/75 είναι καταχρηστική και άκυρη, καθώς η νομολογία πλέον λαμβάνει υπόψη της τον κοινό μέσο συναλασσόμενο, ο οποίος ανυπαίτια αγνοεί δυσνόητους νομικούς και οικονομικούς όρους της επίμαχης σύμβασης.