Συνεκδίκαση αντίθετων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων – Απόρριψη αιτήματος συνεπιμέλειας – Η επιτυχής λειτουργία της συνεπιμέλειας ανήλικων τέκνων και από τους δύο γονείς του σε όλες τις επιμέρους πτυχές της επιμέλειας προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο αλληλοκατανόησης στις σχέσεις των γονέων, οι οποίοι έχουν αποφασίσει συνειδητά να παραμερίσουν τις προσωπικές τους διαφορές και είναι σε θέση να συνεργασθούν για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος, που θα ευνοήσει την απρόσκοπτη βιοτική και ψυχολογική ανάπτυξη των τέκνων τους, έτσι ώστε η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής των παιδιών να μην αναστατώνει και απορρυθμίζει τη ζωή τους ούτε να δημιουργεί σε αυτά έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας – Συνεπιμέλεια προκρίνεται όταν οι τελευταίοι εμφανίζονται πρόθυμοι να επικοινωνούν μεταξύ τους αρμονικά και να συνεργάζονται, προκειμένου να λαμβάνουν από κοινού τις αποφάσεις που αφορούν στο πρόσωπο τους – Εκατέρωθεν μηνύσεις και συγκρουσιακή σχέση γονέων – Διατροφή τέκνων και μητέρας – Εισοδήματα πατέρα δεν κρίνονται πειστικά καθώς δεν συνάδουν με το επίπεδο διαβίωσης που διατηρεί – Τα δηλωθέντα, προς τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, εισοδήματα του στο πλαίσιο εκκαθάρισης φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων δεν κρίνονται πειστικά, καθώς δεν προκύπτει ότι αυτός έχει ελεγχθεί φορολογικά για την ακρίβεια της σχετικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του από την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας – Δεκτό αίτημα περί παράλειψης προσβολής της προσωπικότητας της αιτούσας είτε στην ίδια είτε σε τρίτους με συκοφαντικό, υβριστικό και απαξιωτικό για την τελευταία τρόπο
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:100/2024
Α)ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ Α ΑΙΤΗΣΗΣ: …../…../2023
Β)ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ Β ΑΙΤΗΣΗΣ:……./……./2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κυριέρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Κατερίνη στις 11 Ιανουαρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α)ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ……………..του …..και της………, κατοίκου…..του Δήμου……, με ΑΦΜ …….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΔΣ…… ………………(ΑΜ…..),που κατέθεσε έγγραφο σημείωμα και προσκόμισε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ ……. .
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: ……… του ……. Και της…….., κατοίκου…..(οδός ……), η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας Δικηγόρου του ΔΣ Θεσσαλονίκης Σοφία Σαμαρά (ΑΜ12039), που κατέθεσε έγγραφο σημείωμα και προσκόμισε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
Β)ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …………….. του ……..και της………….., κατοίκου ……..(οδός …..), με ΑΦΜ: …….., για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα εν τοις πράγμασι την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας Δικηγόρου του ΔΣ Θεσσαλονίκης Σοφίας Σαμαρά (ΑΜ 12039), που κατέθεσε έγγραφο σημείωμα και προσκόμισε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Θεσσαλονίκης.
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ:…… του ….. και της….., κατοίκου……. Του Δήμου……, με ΑΦΜ:….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του ΔΣ….. …….(ΑΜ…), που κατέθεσε έγγραφο σημείωμα και προσκόμισε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ …… .
Οι αιτούντες κάθε αίτησης ζητούν να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις τους, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμούς κατάθεσης ……/ …./2023 και ……./…./2023, αντίστοιχα και η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από …. Και με αριθμό κατάθεσης ….. αίτηση (στο εξής υπό στοιχ. Α) και β) η από …. Και με αριθμό κατάθεσης ….. αίτηση (στο εξής υπό στοιχείο Β), οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διότι αφορούν τους ίδιους διαδίκους, αδράζονται κατά την ιστορική τους βάση στον ίδιο κεντρικό βιοτικό πυρήνα και δη στην επιμέλεια του προσώπου και στη διατροφή τόσο των ανήλικων τέκνων αυτών (διαδίκων) όσο και της αιτούσας της υπό στοιχείο Β αίτησης, αλλά και στη ρύθμιση προσωρινά της επικοινωνίας με αυτά, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και από τη συνεκδίκαση τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων ( άρθρα 31 παρ.3, 246 και 682 επ. ΚΠολΔ).
Ι. Με το Ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α 81/21-05-2021) περί «Μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις» και δη με τα Κεφάλαια Β και Γ αυτού αντικαθίστανται ή τροποποιούνται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του Αστικού Κώδικα). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1516, 1518, 1519 Α.Κ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με τα άρθρα 7, 5,6,8 και 10 Ν. 4800/2021, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, την ασκούν από κοινού και εξίσου και περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του, πρόκειται, δε, για δικαιώματα προσωποπαγή (αναπαλλοτρίωτα), που, όμως, την άσκηση τους είναι δυνατόν να στερηθεί (ολικά ή μερικά) ο γονέας με δικαστική απόφαση. Η, δε, επιμέλεια του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ.1 Α.Κ., περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανήλικων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, ενώ οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα, εφόσον βέβαια είναι και οι δύο φορείς της (άρθρο 1513 εδ. α Α.Κ.), εκτός από τις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα (άρθρα 1513 εδ. β και 1516 εδ. α Α.Κ.), τις οποίες ασκεί ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κατόπιν (άτυπης) ενημέρωσης του άλλου γονέα. Το νέο άρθρο 1513 Α.Κ. αποκλίνει από το προϊσχύον δίκαιο, καθιερώνοντας την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων ως νόμιμο σύστημα, ώστε να μην είναι υποχρεωμένοι πλέον οι γονείς να καταφύγουν στο δικαστήριο προκειμένου να ρυθμίσουν την από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας. Το σύστημα αυτό είναι υποχρεωτικό, με την έννοια ότι εφαρμόζεται αυτόματα και εκ του νόμου, ακόμη και όταν δεν συμφωνεί ο ένας γονέας. Παρέχεται, δε, η δυνατότητα στους γονείς να ρυθμίσουν με συμφωνία τους τον τρόπο της άσκησης της γονικής μέριμνας κατά τη διάσταση και μετά το διαζύγιο. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με το Ν. 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα αυτό, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του, η οποία είναι και κοινωνικά ίσης αξίας και εξίσου σπουδαία. Αντίθετα, με τον όρο «εξίσου» δεν εισάγεται ρύθμιση περί υποχρεωτικής ισόχρονης άσκησης της γονικής μέριμνας, αφού, παρεκτός του ότι, αν ήταν η βούληση του νομοθέτη, θα το είχε προβλέψει ρητά στις περιπτώσεις διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, η ερμηνεία αυτή θα οδηγούσε στην υποχρεωτική ίση χρονική κατανομή της γονικής μέριμνας με επακόλουθο την εναλλασσόμενη κατοικία ανηλίκου τέκνου, η οποία ενίοτε μπορεί να αποβεί σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας του. Αν υπάρχει συστηματική άρνηση συνεργασίας, το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει με βάση την 1512 Α.Κ., αλλά με βάση την 1514 Α.Κ., η οποία δεν αφορά σε αποφάσεις για επιμέρους διαφωνίες των γονέων, αλλά σε παρεκκλίσεις από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Πράγματι, η συστηματική παραβίαση της απορρέουσας από το άρθρο 1512 Α.Κ. υποχρέωσης συνεργασίας των γονέων, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για την προαγωγή του συμφέροντος του παιδιού μετά το χωρισμό των γονέων του και για την αποτελεσματική λειτουργία της από κοινού επιμέλειας από τους γονείς, επισύρει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1514 παρ. 2 Α.Κ., που προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Έτσι, ο ρόλος του δικαστηρίου έχει καταστεί πλέον αυστηρά επικουρικός με την έννοια ότι επιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, μόνο στα πλαίσια της 1512 Α.Κ. για επίλυση της διαφωνίας επί συγκεκριμένου ζητήματος στα πλαίσια της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μόνο αν δεν είναι δυνατή η από κοινού της γονικής μέριμνας, εξαιτίας συστηματικής και επαναλαμβανόμενης διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα ρος το συμφέρον του τέκνο, αποφασίζει το δικαστήριο κατά το άρθρο 1514 παρ.2 Α.Κ. Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (π.χ. διαφορετικές απόψεις σε θέματα ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, θρησκευτικής παιδείας, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους) είτε υπαίτιοι (λ.χ. χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης του άλλου γονέα, για την απόσπαση αθέμιτης οικονομικής ωφέλειας σε βάρος του άλλου γονέα προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει και επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο, δε, κατά το άρθρο 1514 παρ.3 Α.Κ., μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανέμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύει το τρόπο άσκησης της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Αυτό λοιπόν θα αποφασίσει ποιο μέτρο θεωρεί κατάλληλο για το παιδί, για το συγκεκριμένο παιδί και τη συγκεκριμένη περίπτωση, με γνώμονα βέβαια το συμφέρον του παιδιού. Αν διαπιστώνεται ότι οι σχέσεις των γονέων έχουν πλήρως αποδομηθεί και ότι οι γονείς δεν πρόκειται να συνεργασθούν στο μέλλον προς το συμφέρον του παιδιού τους, το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας ή την αποκλειστική ανάθεση της στον ένα γονέα, υπό την προϋπόθεση ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η αποφυγή συνεχών και γενικευμένων συγκρούσεων μεταξύ των γονέων, ή, κατά περίπτωση, η καλύτερη φροντίδα του παιδιού προς το συμφέρον του, η προαγωγή του οποίου πρέπει να είναι το αξιολογικό κριτήριο για τη δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας. Έτσι, το Δικαστήριο, εφόσον η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας δεν είναι δυνατή ή προς το συμφέρον του τέκνου, μπορεί να αναθέσει σε έναν γονέα, πάντοτε, όμως, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, χωρίς να δεσμεύεται από συμφωνίες των γονέων που δεν βρίσκονται σε αρμονία με το συμφέρον του, ακόμα και όταν γίνονται στα πλαίσια της συμβιβαστικής επίλυσης, τις οποίες όμως πρέπει να λάβει υπόψη του. Σύμφωνα, εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 3 Α.Κ., το δικαστήριο που αποφασίζει επί διαφωνίας των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας, έχει ως δυνατότητα, ανάλογα με την περίπτωση, ανάλογα με την περίπτωση, να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας. Η κατανομή αυτή μπορεί να γίνει με λειτουργικό κριτήριο και να αφορά ορισμένες μόνο από τις εξουσίες της γονικής μέριμνας (λειτουργική κατανομή). Τρόπος (λειτουργικής) κατανομής συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στον άλλο ή στην από κοινού άσκηση. Στο πλαίσιο της λειτουργικής κατανομής το δικαστήριο μπορεί να κατανείμει μεταξύ των γονέων μόνο ορισμένες πτυχές της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού (λ.χ. σχολική επίβλεψη, θέματα υγείας, εκπαίδευσης, δραστηριοτήτων). Κατά τα λοιπά, για την επιμέλεια και τις λοιπές εξουσίες της γονικής μέριμνας ισχύει ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας κατ’ άρθρο 1513 εδ. α΄ Α.Κ. και το δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφασίσει σχετικά. Ένας άλλος τρόπος κατανομής της γονικής μέριμνας, που συνιστά και αυτός κατά βάση παρέκκλιση από τον κανόνα της από κοινού άσκησης της επιμέλειας, όπως όλες οι περιπτώσεις που ορίζονται στην 1514 παρ.2 Α.Κ., είναι η χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας ή η εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας ειδικότερα. Ο τρόπος αυτός κατανομής της άσκησης της επιμέλειας εξασφαλίζει την από κοινού συμμετοχή των γονέων στην άσκηση της και την ισόρροπη ανάπτυξη του παιδιού, που γίνεται δέκτης των διαφορετικών αντιλήψεων και τρόπων σκέψης των γονέων του, ενδέχεται όμως να δημιουργήσει και συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανήλικου κατά τρόπο παραγωγικό. Η χρονική κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή, καθώς έχει τα ίδια μειονεκτήματα με την εναλλασσόμενη διαμονή του παιδιού και μπορεί επιπλέον να εκθέσει το παιδί σε γονεϊκές επιλογές εκ διαμέτρου διαφορετικές, ενώ υπάρχει ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος ο ένας γονέας να επιχειρεί να αναιρέσει τις επιλογές του άλλου, με αυτονόητα κακή επίπτωση στο παιδί. Για να λειτουργήσει, δηλαδή, αποτελεσματικά η χρονικά κατανεμημένη γονική μέριμνα ή επιμέλεια μεταξύ των δύο γονέων απαιτείται η στοιχειώδης δυνατότητα συνεννόησης, κατανόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ τους και η λύση των διαφορών τους με καταφυγή πρωτίστως στη διαμεσολάβηση και ως έσχατο μέσο στα δικαστήρια. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου. Η πρώτη συνιστά μορφή κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας κατά την οποία οι γονείς ασκούν εναλλάξ τη γονική μέριμνα με περιοδικότητα και συνεπάγεται ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο της κατοικίας του γονέα του, ο οποίος στο πλαίσιο αυτό ασκεί μόνος του κάθε φορά πράξεις επιμέλειας του παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα, κατ’ άρθρο 1519 παρ. 1 ΑΚ. Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) σύμφωνα με τον κανόνα της 1513 εδ. β Α.Κ., που μπορεί να επιχειρεί κάθε φορά μόνος του ο γονέας με τον οποίο διαμένει εκ περιτροπής το παιδί. Έτσι, με τον κανόνα της διάταξης 1513 Α.Κ. αποσυνδέεται ο τόπος διαμονής του παιδιού από την άσκηση της επιμέλειας. Συνεπώς, το παιδί μπορεί να διαμένει με τον έναν γονέα και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού, με εξαίρεση τις πράξεις της επιμέλειας του άρθρου 1513 εδ. β Α.Κ., όπως, επίσης, το παιδί να διαμένει εναλλακτικά και με τους δύο γονείς και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού ή ακόμα και από τον έναν γονέα. Το Δικαστήριο στο πλαίσιο της δυνατότητας που έχει, κατ’ άρθρο 1513 παρ.3 Α.Κ., να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας στα κατ’ ιδίαν θέματα, μπορεί εφόσον με τον τρόπο αυτό προάγεται το συμφέρον του συγκεκριμένου τέκνου, να αποφασίσει ως τόπο διαμονής του παιδιού εναλλασσόμενα τον τόπο κατοικίας καθενός από τους γονείς του (εναλλασσόμενη κατοικία). Εάν τούτο δεν προάγει το συμφέρον του παιδιού(λ.χ. επειδή οι γονείς ζουν σε διαφορετική πόλη ή σε μεγαλύτερη απόσταση ο ένας από τον άλλο, το παιδί δεν είναι εξοικειωμένο με τον ένα γονέα, ο ένας γονέας ζεί μακριά από το κέντρο των σχολικών, εξωσχολικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του) συμπληρωματικό πυλώνα της από κοινού άσκησης της επιμέλειας του παιδιού από τους γονείς του αποτελεί η ενίσχυση του δικαιώματος επικοινωνίας με το παιδί του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενίσχυση των δεσμών του παιδιού και με τους δύο γονείς του και την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο στην ανατροφή και φροντίδα του (βλ. σχετ. ΜΠρΑθ 10852/2023, ΜΠρΘεσ 10024/2022, ΜΠρΘεσ 915/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», με εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).
ΙΙ. Με το άρθρο 1520 Α.Κ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 4800/2021, προβλέπεται ότι ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Με την ως άνω ρύθμιση δηλώνεται πανηγυρικά ότι η επικοινωνία συνιστά δικαίωμα και παράλληλα και υποχρέωση του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω αναφορά του νόμου σε υποχρέωση ερμηνεύεται ως αναγνώριση του λειτουργικού χαρακτήρα του δικαιώματος της επικοινωνίας με συμβολικό και κατευθυντήριο ρόλο για τους γονείς και δεν εισάγει αγώγιμη αξίωση για εξαναγκασμό του γονέα σε επικοινωνία (Ε. Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙ, εκδ. 2021, σελ. 348, Κ.Φουντεδάκη, Το νέο δίκαιο των σχέσεων γονέων και παιδιών, εκδ. 2021, σελ. 84-85). Άλλωστε, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η πραγματική συγγενική σχέση δεν δημιουργείται ούτε διατηρείται με επιβαλλόμενη επικοινωνία και δυνατότητα ή όχι επικοινωνίας με την εκτέλεση της σχετικής απόφασης. Και τούτο διότι, εφόσον πρόκειται για πράξη που αποκλειστικά εξαρτάται από τον υπόχρεο προσωπικώς, η εκτέλεση της απόφασης αυτής θα γινόταν κατά τις διατάξεις του άρθρου 946 παρ.1 ΚΠοΔ, δεν θα επέφερε την πραγμάτωση της, αφού η απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης κατά του υπόχρεου γονέα δεν εξασφαλίζει απαραίτητα πραγμάτωση της (Βας. Αντ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, 2004, τόμος Ε, άρθρο 1520, αρ. 5, σελ. 982, Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό δίκαιο ΙΙ (4η έκδ. 2008), σελ. 331). Άλλο είναι το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης το πρώτον του έχοντος τη γονική μέριμνα ή επιμέλεια του ανηλίκου γονέα ή διαμένοντος μαζί του να ζητήσει τη ρύθμιση του τρόπου επικοινωνίας του έτερου γονέα, η οποία υπό την προϊσχύσασα ρύθμιση αντιμετωπιζόταν με επιφύλαξη (βλ. Π. Νικολόπουλο, Ποιος έχει την ενεργητική νομιμοποίηση για δικαστική ρύθμιση ή μεταρρύθμιση της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια, ΕφΑΔ 2014, σελ. 229). Υπό τη νέα ρύθμιση και την καθιέρωση εκ του νόμου του ανωτέρω τεκμηρίου, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι πλέον ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα ή επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου νομιμοποιείται ενεργητικά, ασκώντας δικό του δικαίωμα που απορρέει από το ευρύτερο πλαίσιο της άσκησης της επιμέλειας του τέκνου επικαλούμενος την εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τελευταίου, να ζητεί τη ρύθμιση ή μεταρρύθμιση της επικοινωνίας της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, όταν αυτή ασκείται κατά τρόπο που δεν εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, ως προς τον τρόπο, χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις (βλ. έτσι ΜΕφΑθ 2089/2023, ΜΕφΑθ 20/2023 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για την εφαρμογή του άρθρου 1520 Α.Κ. σημασία έχει το γεγονός ότι ο γονέας μένει χωριστά από το τέκνο ανεξάρτητα από το αν ασκεί από κοινού με τον άλλον γονέα την επιμέλεια (Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, ο.π, σελ 337). Επίσης, προβλέπεται ως ειδική υποχρέωση του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο η διευκόλυνση και προώθηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, η οποία νοείται ως εμφύσηση στο παιδί καλών αισθημάτων για τον άλλο γονέα και η καλή συνεργασία προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας (Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, ο.π σελ. 338). Επισημαίνεται ότι η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο όσο και διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. ο γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία). Σύμφωνα, δε, με την παρ. 2 του νέου άρθρου 1520 Α.Κ., «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο επικοινωνίας ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου». Με την ως άνω ρύθμιση επιχειρείται η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα που δεν διαμένει, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας του ανήλικου (Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4800/2021 για το νέο άρθρο 1520 Α.Κ.). Ο υπολογισμός του ενός τρίτου (1/3) του χρόνου του συνολικού χρόνου του παιδιού πρέπει κατά κανόνα να ερμηνευτεί ως το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.), χωρίς να ενδιαφέρει ο στενός εννοιοκρατικός και μαθηματικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ημερών ενός έτους (Α. Βαλτούδης, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΕλλΔνη 2021, σελ. 1007). Η επικοινωνία χωρίς φυσική παρουσία δεν προσμετράται για τον υπολογισμό του 1/3, όπως ρητά προβλέπεται στο γ εδάφιο της παρ. 1 (Κ. Φουντεδάκη, ο.π. σελ 88). Εξάλλου, σαφώς ο πραγματικός χρόνος επικοινωνίας δεν είναι δυνατό να «τεκμαίρεται», γιατί δεν συνιστά ένα δυσαπόδεικτο πραγματικό γεγονός, το οποίο συνάγεται από τη συνδρομή κάποιου άλλου γεγονότος. Το «τεκμήριο» της παρ. 1 του άρθρου 1520 Α.Κ. αφορά το συμφέρον του παιδιού και ο νόμος τεκμαίρει ότι το συμφέρον του παιδιού καταρχήν επιβάλλει να περνά αυτό τουλάχιστον το 1/3 του χρόνου του με τον ένα γονέα με τον οποίο το τέκνο δεν διαμένει συνήθως. Το τεκμήριο είναι μαχητό και ανατρέπεται, αν αποδειχθεί ότι το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας όπως λ.χ. όταν ο δικαιούχος της επικοινωνίας ζητεί μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, όταν υπάρχουν λόγοι που αφορούν τις συνθήκες διαβίωσης του τέκνου και τη διατάραξη της καθημερινότητας αυτού (Φουντεδάκη, ο.π. σελ. 91). Υποστηρίζεται, λοιπόν, σχετικώς ότι οι λόγοι που αφορούν το συμφέρον του τέκνου και επιβάλλουν την επιβολή μεγαλύτερου ή μικρότερου χρόνου επικοινωνίας θα μπορούν να εξειδικεύονται μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και να λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι πρόκειται στην ουσία για εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, η οποία ως τέτοια μπορεί και πρέπει να εξειδικευτεί μέσω των αποδείξεων και με εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας (βλ. Ασημακοπούλου, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Ν. 4800/2021, Ειδικά Δικονομικά Ζητήματα, ΕλλΔνη 2021, σελ. 1122, Κ. Παντελίδου, Οι αλλαγές του Ν. 4800/2021 στη γονική μέριμνα και στο δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο εκτός γάμου, ΕλλΔνη 2021, σελ 979-980, Φουντεδάκη, ο.π, σελ. 92). Εν τέλει, αυτό που εν προκειμένω πρέπει να προσδιοριστεί από το δικαστήριο είναι ο προσήκων χρόνος επικοινωνίας, που ικανοποιεί το δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία και το συμφέρον του ανηλίκου. Ακολούθως, σύμφωνα με το 1520 εδ. δ Α.Κ., «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης ‘έκθεσης κοινωνικών λειτουργιών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων». Επισημαίνεται ότι η αναφορά της Α.Κ. 1520 εδ. δ στον περιορισμό της επικοινωνίας μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους ακαταλληλότητας του γονέα και με ειδική διαδικασία διαπίστωσης της τελευταίας δεν αναφέρεται στον περιορισμό της επικοινωνίας σε χρόνο μικρότερο του 1/3, γιατί αυτός ο περιορισμός ρυθμίζεται από το άρθρο 1520 παρ.1 εδ. γ και παρ. 3 εδ β Α.Κ. (βλ. σχετ. ΜονΠρΘες 2792/2022, ΜονΠρΘες 317/2022 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» με εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485,1486,1489 και 1493 Α.Κ. προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν είτε έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του (ΑΠ 1016/2019, ΜΕφΑιγ 73/2021 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο (ΜΕφΘες 1303/2019 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του ανήλικου δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, η δε δικαιούμενη (ανάλογη) διατροφή του περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη συντήρηση, ανατροφή και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα (ΕφΔωδ 42/2020 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης, εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 1612/2017, ΜΕφΠειρ 27/2022, ΕφΑθ 257/2019 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό, δε, στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσης του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις και η σπατάλη χρημάτων (ΜΕφΠειρ 63/2020, ΜΕφΑιγ 69/2020 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για την αποτίμηση των δυνάμεων των γονέων λαμβάνονται υπόψη, εκτός των εισοδημάτων και της περιουσίας έκαστου γονέα, και οι δυνατότητες για προσωπική εργασία αυτών. Υπό την έννοια αυτή, ως δυνάμεις, λογίζονται οι εν γένει οικονομικές δυνατότητες, τις οποίες, κατά τις αρχές της καλής πίστης (άρθρο 288 Α.Κ.), διαθέτει ή είναι σε θέση να αναπτύξει ή να ποριστεί ο κάθε γονέας, με την κατάλληλη αξιοποίηση όχι μόνο του κεφαλαίου της περιουσίας του, αλλά και της εκάστοτε δυνατότητας του για εργασία, που είναι πρόσφορη για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης διατροφής (ΜΕφΠειρ 180/2021 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Οι δυνάμεις του κάθε γονέα λειτουργούν αφενός ως κριτήριο προσδιοριστικό του ύψους της συνεισφοράς του κάθε γονέα καθορίζεται κατά το λόγο των δικών του δυνάμεων προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο (ΕφΠατρ195/2020, ΕφΔωδ 154/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κρίσιμος χρόνος για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διατροφικής αξίωσης και τον προσδιορισμό της έκτασης και του ύψους της διατροφής είναι ο χρόνος συζήτησης της σχετικής αγωγής ή, αν πρόκειται για διατροφή παρελθόντος χρόνου, ο της υπερημερίας (ΜΕφΠατρ 155/2021, ΜΕφΠατρ 195/2020 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωση της και σε είδος. Παροχές σε είδος, που συνυπολογίζονται στην υποχρέωση του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου (ΜΕφΠειρ 201/2020 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ». Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κλπ, καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017, ΜΕφΔωδ 31/2021 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους βαρύνει αυτούς, κατά άρθρο 1489 παρ.2 Α.Κ., ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος, συνεπώς γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί, κατ’ ένσταση (άρθρο 262 Κ.Πολ.Δ), ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση εισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 680/2010, ΜΕφΠατρ 155/2021, ΜΕφΠατρ 195/2020, ΕφΑθ 26/2018 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν υποβληθεί η σχετική ένσταση, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγόμενου ποσό της διατροφής (ΜΕφΠατρ 180/2021, ΜΕφΘες 1303/2019 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σε περίπτωση όμως, που, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα δεν ζητείται με την αγωγή το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέα (του εναγόμενου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και δη ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και δη ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΜΕφΠειρ 180/2021, ΜΕγΑιγ 73/2021, ΜΕφΠατρ 155/2021 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», με εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).
ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389,1390,1391 και 1493 του ΑΚ συνάγεται ότι οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας. Στην υποχρέωση αυτή, το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, περιλαμβάνονται ειδικότερα, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Η συνεισφορά αυτή των συζύγων γίνεται με την προσωπική τους εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία τους, έστω και απρόσοδης (ΟλΑΠ 9/1991 ΕλλΔνη 33, σελ. 1429, ΑΠ 272/2004 ΝοΒ 2005, σελ. 275). Όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, οπότε δεν υπάρχει «κοινός οίκος» και «οικογενειακές ανάγκες», παύει μεν η υποχρέωση συνεισφοράς, διότι δεν είναι νοητή, αλλά ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία ή εγκαταλείφθηκε από τον άλλο δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή σε χρήμα, προκαταβαλλόμενη κάθε μήνα με τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούταν κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, με τη διαφορά ότι, ενώ όταν υπάρχει συμβίωση οι υποχρεώσεις συνεισφοράς δεν συμψηφίζονται, αλλά εκπληρώνονται αθροιστικά, όταν διακοπεί η συμβίωση, χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, με την έννοια ότι ο δικαιιούχος τελικά είναι μόνο ο σύζυγος, ο οποίος, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, οφείλει τη μικρότερη συνεισφορά και στον οποίο, εφόσον διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία ή εγκαταλείφθηκε από τον άλλο σύζυγο, οφείλεται ως διατροφή σε χρήμα η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς (ΟλΑΠ 9/1991 ό.π, ΑΠ 1723/2003 ΕλλΔνη 45, σελ. 840) Η διατροφή, δηλαδή, του δικαιούχου προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες του, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί υπό το καθεστώς έγγαμης συμβίωσης, συνεκτιμωμένων όμως και των νέων αναγκών που προέκυψαν, με λήψη υπόψη των οικονομικών δυνάμεων του υπόχρεου από τη χωριστή διαβίωση και με συσχετισμό των εκατέρωθεν οφειλόμενων συμβόλων στην αντιμετώπιση των διαφορετικών αναγκών του ενός από τον άλλον (ΑΠ 1134/2008 ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 714/1984 ΕλλΔνη 26, σελ. 431). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης θεωρείται, μεταξύ άλλων, κάθε γεγονός ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του υπόχρεου συζύγου, το οποίο όμως αντικειμενικά δικαιολογεί τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης (ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 37, σελ.98, ΕφΠειρ 570/2014 ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποππομπή) δεν ενδιαφέρει. Έτσι, η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και των δύο (ΕφΠειρ 12/2015, ΕφΠειρ 484/2014 ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, κατά την αληθινή έννοια του όρου αυτού, εύλογη αιτία υπάρχει στην περίπτωση, κατά την οποία συντρέχουν περιστατικά και εν γένει συνθήκες, από τα οποία δύναται να ιδρυθεί υπέρ του διακόψαντος τη συμβίωση και ζητούντος τη διατροφή σε χρήμα συζύγου ο από το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ λόγος διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, για τον οποίο πλέον δεν απαιτείται υπαιτιότητα, όπως επίσης και στην περίπτωση που συντρέχουν περιστατικά και συνθήκες, υπό τα οποία και όταν δεν είναι ικανά προς ίδρυση του ως άνω λόγου διαζυγίου, η αξίωση του υποχρέου προς παροχή της ζητούμενης από τον άλλο σύζυγο διατροφής για συμβίωση παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 1659/2003 ΧρΙΔ 2004, σελ. 333, ΑΠ 565/2002 ΕλλΔνη 2003, σελ. 438). Τότε μόνο ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή, όταν η διάσπαση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ιδία πρωτοβουλία και υπαιτιότητα, παρά την αντίθετη θέληση του υποχρέου που επιθυμεί την εξακολούθηση της. Για να γεννηθεί υποχρέωση διατροφής μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης κατά το άρθρο 1391ΑΚ, αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει με τη διατροφή μετά το διαζύγιο ή με τη διατροφή μεταξύ συγγενών, όπου ο νομοθέτης απαιτεί ρητώς ως προϋπόθεση (ΑΚ 1442,1486) την αδυναμία αυτοδιατροφής (απορία) του δικαιούχου, δεν χρειάζεται ο δικαιούχος σύζυγος να είναι άπορος, αλλά απλώς να είναι οικονομικά ασθενέστερος από τον υπόχρεο. Η έλλειψη δε επαρκούς περιουσίας ή πόρων αποτελεί λόγο όχι απαλλαγής του συζύγου από την υποχρέωση προς διατροφή, αλλά αναλόγου περιορισμού της σχετικής δαπάνης, εκτός αν αντιτάξει αυτός ότι υπάρχουν ανιόντες ή κατιόντες του δικαιούχου συζύγου υπόχρεοι κατά νόμο σε διατροφή του (ΕφΑθ 703/1989 ΑρχΝ. 41, σελ. 545, ΕφΑθ 3956/1986 ΑρχΝ 1987, σελ. 497, ΕφΑθ 5017/1999 ΕλλΔνη 42, σελ. 461). Συνεπώς, ο υπόχρεος σε διατροφή σύζυγος, ο οποίος ενάγεται με βάση το άρθρο 1391 Α.Κ., δεν μπορεί να προβάλλει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής κατά το άρθρο 1487 Α.Κ., παρά μόνο ως ένσταση παραπομπής σε άλλον υπόχρεο κατά το άρθρο 1491 Α.Κ. βλ. (ΑΠ 873/2017, ΕφΠατρ 489/2021 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», βλ. και Σ. Ματθία σε ΝοΒ 31, σελ. 1484, τον ίδιο σε ΕλλΔικ 28, σελ.153).
V. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ και 947 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επί παραλείψει αγωγή, που προβλέπει η πρώτη εξ αυτών, μπορεί να εγερθεί, πλην άλλων περιπτώσεων, και στις περιπτώσεις προσβολής της προσωπικότητας, η οποία αποτελεί το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ.1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, υπό την προϋπόθεση ότι είτε έχει ήδη λάβει χώρα η προσβολή, είτε, και ανεξαρτήτως προηγούμενης προσβολής, εφόσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής, χωρίς να αρκεί η επίκληση μιας υποθετικής απειλής, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που να καθιστούν σφόδρα πιθανό ότι ο εναγόμενος θα συμπεριφερθεί κατά ορισμένο τρόπο. Η προσβολή, δε, αυτή πρέπει να αφορά οποιοδήποτε από τα αγαθά, τα οποία συνθέτουν ή αποτελούν έκφανση της προσωπικότητας του ατόμου και συγκροτούν τη σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα του βλαπτόμενου και να συνεπάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε ένα από αυτά. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι η ζωή, η υγεία, η ελευθερία, η οποία περιλαμβάνει τη δυνατότητα ακώλυτης ανάπτυξης κάθε ανθρώπινης ενέργειας, η οποία (ανθρώπινη ενέργεια) μπορεί να συνίσταται στην ελεύθερη τέλεση κάθε πράξης που ανάγεται στην επαγγελματική, οικονομική, επιστημονική και λοιπή κοινωνική δράση, η σωματική ακεραιότητα, το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής, η εικόνα του προσώπου, ο συναισθηματικός του κόσμος, το άσυλο της κατοικίας του, όπως και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σε αυτόν από τους άλλους, προστατεύεται, δε, ειδικότερα από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 2 και 9 παρ.1 ), από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, άρθρο 8 Ν.Δ/τος 53/1974) και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ, άρθρα 17 και 22 Ν. 2462/1997), και, μάλιστα, εκείνη που σχετίζεται με την ιδιωτική ή την οικογενειακή ζωή του. Στο προστατευόμενο, εξάλλου, με την ως άνω διάταξη γενικό δικαίωμα της προσωπικότητας μπορούν να συμπεριληφθούν και άλλοι τομείς (εκφάνσεις) της, που αναγνωρίζονται από τις σύγχρονες κοινωνικές και συναλλακτικές αντιλήψεις και των οποίων την προστασία καθιστά επιβεβλημένη η εξέλιξη της ζωής και των σύγχρονων τεχνικών μέσων, σε περίπτωση, δε, προσβολής τους με κάποια παράνομη ενέργεια, δικαιούται ο βλαπτόμενος να απαιτήσει την άρση της και τη παράλειψη της στο μέλλον. Τα έννομα αυτά αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας, δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης αυτής να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας ΄΄προσωπικότητα΄΄. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά (βλ. ΑΠ 846/2010, ΑΠ 660/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ, σελ. 253, ΑΠ 195/2007. ΜονΕφΘες 1220/2017 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, στην περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου, ευνόητο είναι ότι μπορεί να παρασχεθεί και προσωρινή προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας στο πλαίσιο της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (άρθρο 731 ΚΠολΔ) με τη λήψη των αναγκαίων και κατάλληλων προς τούτο ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία να επιδιώκουν προσωρινά, μέχρι τη διαπίστωση της προσβολής οριστικά κατά την κύρια διαγνωστική δίκη, την παύση της προσβολής και την αποφυγή επανάληψης στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο στο πλαίσιο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης έχει εξουσία να διατάξει την προσωρινή παράλειψη πράξεων που προσβάλλουν απόλυτα δικαιώματα, όπως αυτό της προσωπικότητας, χωρίς να θίγεται η διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ που απαγορεύει την ικανοποίηση δικαιώματος. Η αξίωση προς παράλειψη μελλοντικών προσβολών του κρίσιμου απόλυτου δικαιώματος έχει από τη φύση της τόση διάρκεια όσο είναι η διάρκεια της ισχύος του δικαιώματος από το οποίο απορρέει. Συνεπώς, ενόψει του ότι η αξίωση περί προστασίας της προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς έννομης σχέσης, όταν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία, χωρίς με αυτό να κινδυνεύει να ματαιωθεί ο σκοπός της κύριας δίκης. Επείγουσα, δε, περίπτωση είναι αυτή που χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση, από την ανάγκη ταχείας απόλαυσης του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου και επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλακτικών μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής δίκης (ΕφΘες 1284/2008, Αρμ 2009, σελ.250). Ενώ επικείμενος κίνδυνος είναι αυτός που απειλεί ήδη το επίδικο δικαίωμα. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη δυνατότητα ή το ενδεχόμενο να προκύψει κίνδυνος, αλλά απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένων περιστατικών, που κάνουν φανερή την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, οπότε λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα για να μην προξενηθεί ουσιαστική και «απρόβλεπτη» βλάβη. Ο κίνδυνος δηλαδή, θα πρέπει να είναι παρών και όχι ενδεχόμενος να προκύψει στο μέλλον. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από την ύπαρξη και συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, ενώ η πάροδος του χρόνου για την άσκηση τακτικής αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο του δικαιώματος (ΜΠρΛαμ 215/2015, ΜΠρΑθ 4901/20212 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με την κρινόμενη υπό στοιχ. [Α] αίτηση ο αιτών, ισχυριζόμενος ότι η έγγαμη συμβίωση του με την καθής, με την οποία απέκτησε δύο ανήλικα ….. τέκνα, έχει διασπαστεί οριστικά με την αποχώρηση της τελευταίας από τη συζυγική-οικογενειακή τους οικία και την εγκατάσταση της μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους στην πατρική της οικία και επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, η οποία συνίσταται στην παρεμπόδιση από την καθής της από κοινού άσκησης επιμέλειας αυτών (ανήλικων) καθώς επίσης και στον περιορισμό της επικοινωνίας του με αυτά, ζητεί, κατ’ εκτίμηση, α) να ανατεθεί προσωρινά σε αμφότερους τους διαδίκους γονείς η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, τα οποία θα εξακολουθούν να διαμένουν με την καθής μητέρα τους, διότι τούτο επιβάλλεται από το αληθινό συμφέρον τους και β) να ρυθμιστεί προσωρινά η επικοινωνία του με αυτά κατά τον προτεινόμενο στην αίτηση του τρόπο, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος της καθής. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθής στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 22 και 683 παρ.1 ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510,1511,1512,1513,1514,1516,1518, 1520 και 1532 ΑΚ, 682επ.,731,732,735,950 παρ.2, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Με την κρινόμενη υπό στοιχ. [Β] αίτηση η αιτούσα, ισχυριζόμενη αφενός ότι η έγγαμη συμβίωση της με τον καθού, με τον οποίο απέκτησε δύο ανήλικα ….. τέκνα, έχει διασπαστεί οριστικά για τους ειδικότερα αναφερόμενους σ’ αυτήν (αίτηση ) λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπο του τελευταίου, αφετέρου ότι με την ειδικώς ιστορούμενη σε βάρος της ίδιας επανειλημμένη προσβλητική, υβριστική και απειλητική συμπεριφορά του καθού, συνιστάμενη στη συνεχή αμφισβήτηση της προσήκουσας εκ μέρους της άσκησης της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους, προσβάλλεται η προσωπικότητα της, ζητεί κατ’ εκτίμηση, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, α) να ανατεθεί προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους στην ίδια, διότι αυτό επιβάλλεται από το αληθινό συμφέρον τους, β) να υποχρεωθεί ο καθού να της καταβάλλει προσωρινή σε χρήμα διατροφή της το ποσό των 350,00 ευρώ, επειδή η ίδια είναι οικονομικά ασθενέστερη έναντι αυτού (καθού), αδυνατώντας ακόμη και να αυτοδιατραφεί από τα εισοδήματα ή την περιουσία της, γ) να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθού να της καταβάλλει, υπό την ιδιότητα της ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και για λογαριασμό τους, το ποσό των 405, 00 ευρώ για έκαστο από αυτά και συνολικά το ποσό των 810,00 ευρώ, όλα τα ποσά αυτά την πρώτη μέρα έκαστου ημερολογιακού μηνός, αρχής γενομένης από την επίδοση της αίτησης, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση, δ) να ρυθμιστεί προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του καθού με τα ανήλικα τέκνα τους κατά τον προτεινόμενο στην αίτηση της τρόπο και ε) να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθού να απέχει από οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας της δια εξυβρίσεων, έργω ή λόγω, καθώς και από οποιαδήποτε απειλητική συμπεριφορά σε βάρις της με οποιονδήποτε τρόπο αυτή συντελείται, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί ο καθού στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 22,31 παρ.3 και 683 παρ.1 ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 341 παρ.1, 345, 914, 1389,1390, 1391, 1392, 1439 παρ.1, 1485, 1486, 1493, 1496, 1498, 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1516, 1518, 1520 και 1532 ΑΚ, 333, 361 ΠΚ, 176, 682επ., 728 παρ.1 περ. α, 729, 731, 732, 735, 947 παρ.1 και 950 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά, ……………….. του ….. (για τον αιτούντα-καθού) και …….. του ……….. (για την καθής-αιτούσα), που αμφότεροι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ), από την υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης Χαρίλιας Γιακοβή της μάρτυρα …….., που λήφθηκε με επιμέλεια της καθής-αιτούσας χωρίς την προηγούμενη κλήτευση του αιτούντος-καθού και προσκομίζεται από την τελευταία (σημειώνεται ότι για τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν απαιτείται κλήτευση του αντιδίκου αυτού που τις προσκομίζει – ΑΠ 881/2013 ΝοΒ 2013, σελ. 61, ΑΠ 1857/2011 ΝοΒ 2012, σελ. 1227), από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) καθώς και από όσα ανέπτυξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων μερών στο ακροατήριο και με τα έγγραφα σημειώματα τους, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, εκ των οποίων ο μεν αιτών-καθού, γεννηθείς στις …., διάγει το …. Έτος της ηλικίας του, η δε καθής αιτούσα, γεννηθείσα στις …., διάγει το …. Έτος της ηλικίας της, τέλεσαν πολιτικό γάμο στις ….. στην …., από τον οποίο απέκτησαν δύο (2) άρρενα τέκνα, τον …. Που γεννήθηκε στις …., και τον …., που γεννήθηκε στις …. . Μετά το γάμο τους οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στην ιδιόκτητη οικία των γονέων του αιτούντος-καθού στη …., χωρίς, ωστόσο, παρά τις αυξημένες προσδοκίες τους για τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας και την απόλαυση μιας ήρεμης και ισορροπημένης οικογενειακής ζωής, η έγγαμη συμβίωση τους να εξελιχθεί ομαλά, αφού η μεταξύ τους διαπροσωπική σχέση ήδη διαταραχθείσα πριν ακόμη τη γέννηση του πρώτου τους ως άνω τέκνου, …., ενώ, περαιτέρω, μετά από μια μικρή περίοδο ειρήνευσης των σχέσεων τους και τη γέννηση του δεύτερου τέκνου τους, …., αυξήθηκαν οι μεταξύ τους εντάσεις και αντεγκλήσεις, με επακόλουθο, λόγω της αφόρητης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, να επέλθει η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους στις …., οπότε η καθής-αιτούσα αποχώρησε από τη συζυγική τους οικία και εγκαταστάθηκε μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους (…… το πρώτο και …. Το δεύτερο τότε) στην πατρική της οικία στην …. . Ανεξαρτήτως, όμως, ποιόν από τους διαδίκους βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη των κλονιστικών γεγονότων και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός από αυτούς, πιθανολογείται, κατά τα ανωτέρω, ότι η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε για λόγους που αφορούν στο πρόσωπο και των δύο διαδίκων-συζύγων, οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους κατέστησαν αυτή (σχέση) αδύνατη, καθώς δεν διακατέχονταν από αισθήματα αγάπης, εκτίμησης, σεβασμού και κατανόησης ο ένας για τον άλλον, ενώ, συνολικά εκτιμώμενη η συμπεριφορά τους προσέβαλε εν γένει τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου. Η ένταση μεταξύ τους συνεχίστηκε και μετά, με την απεύθυνση, κυρίως από την πλευρά του αιτούντος-καθού, υβριστικών και απαξιωτικών της προσωπικότητας της καθής-αιτούσας χαρακτηρισμών, τους οποίους, μάλιστα, δεν δίστασε να επαναλαμβάνει και ενώπιον τρίτων. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ηλικίας, κατά την προκείμενη συζήτηση, ……. Και ….., αντίστοιχα, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας (πέραν των συνηθισμένων της ηλικίας τους) και διαμένουν από τον …….. του …. Με την καθής-αιτούσα μητέρα τους στην πατρική της οικία στην ….., εισπράττοντας την αγάπη, στοργή και θαλπωρή όχι μόνο της μητέρας τους, αλλά και των γονέων αυτής και παππούδων των ιδίων, οι οποίοι διαμένουν μαζί τους. Αυτή είναι απόφοιτος …… του …. Πανεπιστημίου …., έχει ολοκληρώσει την άσκησή της ως ….. στην ειδικότητα της ….. και δεν εργάζεται καθώς της απομένει η επιτυχής συμμετοχή της στις εξετάσεις για την λήψη της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος. Έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή των τέκνων της, τα οποία φροντίζει αυτοπρόσωπα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτά. Επιπλέον, αμφότεροι οι διάδικοι, ως γονείς, τρέφουν αισθήματα βαθιάς αγάπης και στοργής για τα τέκνα τους, ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι αυτοί δεν καταφέρνουν να διαχειριστούν με ψυχραιμία, σύνεση και μέτρο τη μεταξύ τους συγκρουσιακή σχέση, το χωρισμό και τη μετάβαση της οικογενειακής τους στις νέες συνθήκες, Εξάλλου, α) το γεγονός ότι οι διάδικοι γονείς δεν κατάφεραν και μέχρι σήμερα δεν καταφέρνουν, υπό το συναισθηματικό βάρος των περιστάσεων, να συνεννοούνται με ηρεμία και νηφαλιότητα σε σχέση με τα αφορώντα τα τέκνα τους θέματα και β) το γεγονός ότι η μεταξύ αυτών διαπροσωπική σχέση έχει αποδομηθεί πλήρως και διαπνέεται από έντονη αντιπαλότητα, εξακολουθώντας ακόμη και κατά τη συζήτηση της αίτησης να είναι συγκρουσιακή, ενώ έπεται και συνέχεια στις δικαστικές τους διαμάχες [αστικές και ποινικές- σημειώνεται ότι ο αιτών-καθού υπέβαλε κατά της καθής-αιτούσας στο ΑΤ …. Τις από …. Και …. Εγκλήσεις του για παραβίαση δίκης προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου περί επικοινωνίας του με τον ανήλικο υιό του ….. (άρθρο 169Α ΠΚ), η οποία (καθής- αιτούσα), σε αντίπραξη, υπέβαλε κατ’ αυτού ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Κατερίνης την από …… δική της έγκληση για τα αδικήματα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής, της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης], θέτουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, εκποδών οποιαδήποτε σκέψη για ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων τους από κοινού και στους δύο (συνεπιμέλεια). Ειδικότερα, η επιτυχής λειτουργία της συνεπιμέλειας ανήλικων τέκνων και από τους δύο γονείς του σε όλες τις επιμέρους πτυχές της επιμέλειας προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο αλληλοκατανόησης στις σχέσεις των γονέων, οι οποίοι έχουν αποφασίσει συνειδητά να παραμερίσουν τις προσωπικές τους διαφορές και είναι σε θέση να συνεργασθούν για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος, που θα ευνοήσει την απρόσκοπτη βιοτική και ψυχολογική ανάπτυξη των τέκνων τους, έτσι ώστε η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής των παιδιών να μην αναστατώνει και απορρυθμίζει τη ζωή τους ούτε να δημιουργεί σε αυτά έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας. Επομένως, η επιλογή να συνεχίσουν οι γονείς να ασκούν από κοινού την επιμέλεια των τέκνων τους προκρίνεται όταν οι τελευταίοι εμφανίζονται πρόθυμοι να επικοινωνούν μεταξύ τους αρμονικά και να συνεργάζονται, προκειμένου να λαμβάνουν από κοινού τις αποφάσεις που αφορούν στο πρόσωπο τους (ΜΕφΛαρ 479/2021 σε ΤΝΠ «ΔΣΑ»). Τέτοια πρόθεση δεν πιθανολογείται στην κρινόμενη υπόθεση, με αποτέλεσμα να καθίσταται εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δυσχερής κάθε προσπάθεια συναπόφασης και σύμπραξης, οδηγώντας τη συνάσκηση της επιμέλειας σε δυσλειτουργία και άρα αναπόφευκτα σε αδιέξοδο. Υπό τις ως άνω παραδοχές, τυχόν ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων από κοινού στους διαδίκους γονείς θα οδηγούσε πρακτικά σε αδυναμία λήψης υπεύθυνων και σταθερών αποφάσεων για το πρόσωπο τους και εν τέλει θα προσέκρουε στο βέλτιστο συμφέρον τους, όπως αυτό υπαγορεύεται από τις βιοτικές και ψυχικές ανάγκες τους. Κατόπιν τούτων και λαμβάνοντας υπόψη α) την ηλικία των ανήλικων τέκνων, τα οποία, κατά το χρόνο συζήτησης, είναι μόλις……… και ….., αντίστοιχα και , ως εκ τούτου έχουν ανάγκη της καθής-αιτούσας μητέρας τους, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι με τον τρόπο αυτό καλύπτεται η ιδιαίτερη, ενόψει της βρεφικής-νηπιακής τους ηλικίας, ανάγκη για τη μητρική στοργή και φροντίδα, η οποία δεν ενδείκνυται να αντικατασταθεί με τη φροντίδα των γιαγιάδων και παππούδων, β) την αυξημένη λόγω της ηλικίας τους ανάγκη τους για κατοχύρωση της συναισθηματικής μονιμότητας και της συνέχειας της φροντίδας τους, που επιτυγχάνεται μέσω της σταθερότητας του βασικού προσώπου φροντίδας και της σαφήνειας των ρόλων, των σχέσεων και των χώρων και γ) το γεγονός ότι η καθής-αιτούσα μητέρα τους έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή τους, επιδεικνύοντας αμέριστο και συνεχές ενδιαφέρον προς αυτά, ανταποκρινόμενη πλήρως στο γονεϊκό της ρόλο, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι στην ένδικη περίπτωση πρέπει η άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων να ανατεθεί προσωρινά στην αιτούσα μητέρα τους, με την οποία αυτά θα διαμένουν στην οικία της στην πόλη της ….., με την επισήμανση ότι οι αποφάσεις που αφορούν ζητήματα θρησκεύματος, υγείας τους, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, ζητήματα εκπαίδευσης, που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον τους, καθώς και ζητήματα σχετικά με την μεταβολή του τόπου διαμονής τους, που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας, θα εξακολουθούν να λαμβάνονται από κοινού από τους διαδίκους γονείς τους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η επιμέλεια ανατίθεται προσωρινά με την παρούσα απόφαση αποκλειστικά στη μητέρα. Η παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 1513 εδ. α ΑΚ (με την οποία καθιερώνεται ως νόμιμο σύστημα η κοινή γονική μέριμνα) επιβάλλεται εν προκειμένω από το συμφέρον των ανηλίκων, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη αυτών σε ανεξάρτητη, υπεύθυνη και ισορροπημένη προσωπικότητα. Το συμφέρον των ανηλίκων είναι κομβικής σημασίας, αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή για την άσκησή της επιμέλειας, αλλά και τον πυρήνα για τον προσδιορισμό της άσκησης της. Σε κάθε, δε, περίπτωση, ουδείς εμποδίζει τους διαδίκους γονείς να επανακαθορίσουν στο μέλλον τη συμπεριφορά τους και, χωρίς δικαστική παρέμβαση, να συνεργαστούν αμφότεροι με ψυχραιμία και ωριμότητα για την από κοινού άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των τέκνων τους. Περαιτέρω, ο αιτών-καθού πατέρας έχει αυτονόητο λειτουργικό και άκρως προσωπικό δικαίωμα για προσωπική επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του, το οποίο απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτά. Σκοπός, δε, του εν λόγω λειτουργικού δικαιώματος είναι η διατήρηση και η ενδυνάμωση του ψυχικού δεσμού γονέα και τέκνων και η δυνατότητα άμεσης γνώσης του γονέα με τον οποίο δεν διαμένουν τα τέκνα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και γενικά της όλης κατάστασης αυτών. Η επικοινωνία αυτή επιβάλλεται και από το συμφέρον των ανήλικων, αφού σημαντικό ρόλο για την ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους και τη ψυχοσυναισθηματική τους ολοκλήρωση διαδραματίζει η παρουσία αμφοτέρων των γονέων τους στη ζωή τους. Επομένως, ως προς την επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία αυτών καθώς και τις συνθήκες διαβίωσης τους, ώστε να μην διαταράσσεται η καθημερινότητα τους, έχοντας επιπροσθέτως ως γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1520 παρ.1 εδ. β ΑΚ, το Δικαστήριο ρυθμίζει προσωρινά αυτή κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τρόπο. Πρέπει, δε, να τονιστεί ότι τόσο η υπαίτια παράλειψη της παραπάνω υποχρέωσης από την πλευρά της μητέρας να σέβεται και να προωθεί την επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του (λ.χ. με τον προγραμματισμό δραστηριοτήτων κατά το χρόνο επικοινωνίας, την επινόηση φανταστικών ασθενειών ή άλλων προσκομμάτων, την καλλιέργεια αρνητικών συναισθημάτων για τον πατέρα, τη δημιουργία επεισοδίων κατά την παραλαβή και την παράδοση των τέκνων κλπ.), όσο και η υπαίτια παράλειψη της αυτοπρόσωπης επικοινωνίας από τον πατέρα, συνιστούν κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρο 1532 παρ. 2 εδ. γ και δ ΑΚ). Περαιτέρω πιθανολογείται ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων δεν έχουν εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσία, λόγω, δε, της ανηλικότητας τους δεν είναι σε θέση να εργαστούν για να διαθρέψουν τον εαυτό τους και συνεπώς δικαιούνται διατροφής από τους διαδίκους γονείς τους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να τα διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ο αιτών-καθού πατέρας διατηρεί ατομική επιχείρηση στη ….. με αντικείμενο …………, απασχολώντας προσωπικό και διαθέτοντας για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών αυτής ένα ΙΧΦ αυτοκίνητο, μη ανατρεπόμενο, εργοστασίου κατασκευής ……, έτους πρώτης κυκλοφορίας το …… Από την επαγγελματική του, δε, αυτή δραστηριότητα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, πιθανολογείται ότι εσοδεύει καθαρά το ποσό των …….. ευρώ μηνιαίως, το οποίο συνάδει με το επίπεδο διαβίωσης που διατηρεί, τα δηλωθέντα, δε, προς τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, εισοδήματα του στο πλαίσιο εκκαθάρισης φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2022 δεν κρίνονται πειστικά, καθώς δεν προκύπτει ότι αυτός έχει ελεγχθεί φορολογικά για την ακρίβεια της σχετικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του από την άσκηση της επιχειρηματικής ως άνω δραστηριότητας του (ΕφΔωδ 54/2021 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Διαμένει σε ιδιόκτητη οικία, για την οποία δεν καταβάλλει μίσθωμα, πλην όμως, φέρει τις τρέχουσες δαπάνες αυτής, ενώ έχει στην κυριότητα του και μια δίκυκλη μοτοσικλέτα, εργοστασίου κατασκευής ……, έτους πρώτης κυκλοφορίας το …… . Η καθής-αιτούσα μητέρα των ανήλικων τέκνων, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, είναι απόφοιτος ….. του ……. Πανεπιστημίου ……, έχει ολοκληρώσει την άσκηση της ως …… στην …… και δεν εργάζεται καθώς είναι επιφορτισμένη με τη φροντίδα των βρεφικής-νηπιακής ηλικίας τέκνων της, γεγονός που έχει αναστείλει την ολοκλήρωση της διαδικασίας για τη λήψη άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος με την επιτυχή συμμετοχή της στις πανελλήνιας εμβέλειας εξετάσεις προς τούτο. Διαμένει στην πατρική της οικία μαζί με τους γονείς της και, συνεπώς, δεν επιβαρύνεται με δαπάνες ενοικίου, ενώ λαμβάνει επίδομα τέκνων ύψους ….. ευρώ μηνιαίως και έχει στην κυριότητα της ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, ….., έτους πρώτης κυκλοφορίας το …. . Εξάλλου, τα τέκνα των διαδίκων, ηλικίας …. και ……., τα οποία διαμένουν με τη μητέρα τους στην πατρική οικία της τελευταίας, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας πέραν των συνηθισμένων της ηλικίας τους, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η δαπάνη ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης καλύπτεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τον δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό των γονέων τους στον οποίο προφανώς είναι έμμεσα ασφαλισμένα, οι, δε, λοιπές, προς διατροφή και συντήρηση τους δαπάνες είναι οι συνήθεις των συνομηλίκων τους της ιδίας, από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων τους, κατάστασης. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες τους ένδυση, διατροφή, εκπαίδευση, ιατρική παρακολούθηση, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρηση τους, απαιτείται, λαμβανόμενης υπόψη και της οικονομικής κατάστασης των γονέων τους, ποσό 250,00 ευρώ μηνιαίως για έκαστο. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου τους, υπηρεσίες, των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή τους και τους προσφέρονται από τη μητέρα τους. Από το συνολικό αυτό ποσό ο αιτών-καθού πατέρας είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της καθής-αιτούσας μητέρας, να καλύψει ποσό 200,00 ευρώ μηνιαίως για έκαστο τέκνο και συνολικά ποσό 400,00 ευρώ μηνιαίως, ενώ με το υπόλοιπό συνολικό ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως (50,00 ευρώ για έκαστο τέκνο) συμμετέχει η μητέρα τους με την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την περιποίηση και φροντίδα τους, αλλά και με την παροχή σε χρήμα από το προαναφερόμενο εισόδημα της. Επιπλέον, εφόσον, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ανωτέρω εκτέθηκαν, πιθανολογείται διακοπή της έγγαμης συμβίωσης εκ μέρους της καθής-αιτούσας από εύλογη αιτία, αυτή δικαιούται διατροφής. Έτσι, με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνάμεις και των δύο συζύγων και τις ανάγκες ζωής της δικαιούχου, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την έγγαμη συμβίωση, καθώς και τις νέες προσωπικές ανάγκες της από τη χωριστή διαβίωση, το Δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ότι η ανάλογη μηνιαία διατροφή, την οποία δικαιούται αυτή από τον αιτούντα-καθού σύζυγο της ανέρχεται στο ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή και τη συντήρηση της και αποτελεί την αναλογία που ο τελευταίος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει και αντίστοιχα θα απολάμβανε εκείνη στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης τους. Τέλος, το αίτημα της υπό στοιχ. [Β] αίτησης περί παροχής προσωρινής προστασίας του δικαιώματος της προσωπικότητας της αιτούσας της αίτησης αυτής από την απαξιωτική και υβριστική συμπεριφορά του καθού, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, η οποία συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της τελευταίας, κρίνεται ουσιαστικά βάσιμο, εφόσον πιθανολογείται ότι υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθεί στο εγγύς μέλλον. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι πιθανολογείται και η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης που απαιτεί την παρέμβαση του Δικαστηρίου για την προσωρινή ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων των διαδίκων, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν εν μέρει δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες και α) να ανατεθεί προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στη μητέρα τους, με την οποία αυτά θα διαμένουν στην οικία της στην πόλη της ……, με την επισήμανση ότι οι αποφάσεις που αφορούν ζητήματα θρησκεύματος, υγείας, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον τους, καθώς και ζητήματα σχετικά με τη μεταβολή του τόπου διαμονής τους, που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας, θα εξακολουθούν να λαμβάνονται από κοινού από τους διαδίκους, β) να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθού της [Β] αίτησης να καταβάλλει στην αιτούσα της αίτησης αυτής i) για την ίδια ατομικά το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως και ii) για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων το ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως ως συνεισφορά του στη διατροφή αυτών, αμφότερα τα ποσά αυτά εντός του πρώτου πενθημέρου έκαστου ημερολογιακού μηνός, από την επίδοση της αίτησης, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, γ) να ρυθμιστεί προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος της μητέρας για κάθε περίπτωση που αυτή παρεμποδίζει και δ) να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθού της [Β] αίτησης να παραλείπει να προσβάλλει την προσωπικότητα της αιτούσας της αίτησης αυτής, απευθυνόμενος (δια ζώσης ή μέσω μηνυμάτων) είτε στην ίδια είτε σε τρίτους με συκοφαντικό, υβριστικό και απαξιωτικό για την τελευταία τρόπο, με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παραβίαση της διάταξης αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της εξ αίματος πρώτου (α΄) βαθμού συγγένείας τους και της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων την από ……. Και με αριθμό κατάθεσης ….. υπό στοιχ. [Α] αίτηση και την από …… και με αριθμό κατάθεσης …. Υπό στοιχ. [Β] αίτηση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τις αιτήσεις.
ΑΝΑΘΕΤΕΙ προσωρινά την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στη μητέρα τους, με την οποία αυτά θα διαμένουν στην οικία της στην πόλη της ……, με την επισήμανση ότι οι αποφάσεις που αφορούν ζητήματα θρησκεύματος, υγείας, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον τους, καθώς και ζητήματα σχετικά με τη μεταβολή του τόπου διαμονής τους θα εξακολουθούν να λαμβάνονται από κοινού από τους διαδίκους.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ προσωρινά τον καθού της [Β] αίτησης να καταβάλλει στην αιτούσα της αίτησης αυτής i) για την ίδια ατομικά το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως και ii) για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων το ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως ως συνεισφορά του στη διατροφή τους, αμφότερα τα ποσά αυτά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, από την επίδοση της αίτησης, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του αιτούντος της [Α] αίτησης με τα ανήλικα τέκνα του ως εξής: όσον αφορά του ανήλικο τέκνο του …..: α) Κάθε Τρίτη και Πέμπτη (πλήν των εορτών, οπότε θα ισχύει η ειδικότερη, ως κατωτέρω αναφέρεται, ρύθμιση), από ώρα 16:00 έως ώρα 20:00, β) το πρώτο και το τρίτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, από ώρα 19:00 της Παρασκευής έως ώρα 19:00 της Κυριακής, γ) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς: i) τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό , από ώρα 10:00 της 24ης Δεκεμβρίου έως ώρα 20:00 της 30ης Δεκεμβρίου και ii)τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, από ώρα 10:00 της 30ης Δεκεμβρίου έως ώρα 20:00 της 6ης Ιανουαρίου, δ) κατά τις εορτές του Πάσχα: i) τα έτη που λήγουν σε μονό αριθμό, από ώρα 10:00 της Μ. Δευτέρας έως ώρα 20:00 της Κυριακής του Πάσχα και ii) τα έτη που λήγουν σε ζυγό αριθμό, από ώρα 10:00 της Δευτέρας του Πάσχα έως ώρα 20:00 της Κυριακής του Θωμά, ε) το καλοκαίρι κάθε έτους (μήνες Ιούλιος- Αύγουστος), από ώρα 10:00 της 15-7 έως ώρα 20:00 της 24-7 και από ώρα 10:00 της 14-8 έως ώρα 20:00 της 23-8. 2] Όσον αφορά το ανήλικο …….. (γεννηθέντα την …..): i) Κάθε δεύτερο και τέταρτο Σάββατο εκάστου μηνός από ώρα 10:00 έως ώρα 16:00. Η επικοινωνία αυτή θα ισχύει και κατά την περίοδο των εορτών του Πάσχα του τρέχοντος έτους και μέχρι τις 30-6, ii) το καλοκαίρι (μήνες Ιούλιος-Αύγουστος) του τρέχοντος έτους κάθε πρώτο, δεύτερο και τέταρτο Σάββατο εκάστου μηνός από ώρα 10:00 έως ώρα 18:00, iii) από 1-9 του τρέχοντος έτους, κάθε δεύτερο και τέταρτο Σάββατο εκάστου μηνός από ώρα 10:00 έως 18:00 και iv) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων του τρέχοντος έτους και για τον εφεξής χρόνο θα ισχύουν όσα ανωτέρω έχουν οριστεί για τον ανήλικο ……… . 3] Ελεύθερη τηλεφωνική ή μέσω βιντεοκλήσης επικοινωνία του αιτούντος με τα τέκνα του κατά το διάστημα από ώρα 19:00 έως ώρα 20:00, ανάλογα με το πρόγραμμα τους. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις τα ανήλικα τέκνα θα παραλαμβάνει ο αιτών πατέρας τους κατά την έναρξη της επικοινωνίας από την οικία της καθής μητέρας τους και θα τα παραδίδει στον ίδιο τόπο κατά τη λήξη της, εκτός να υπάρξει διαφορετική συνεννόηση μεταξύ των διαδίκων γονέων.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθής της [Α] αίτησης να ανέχεται την επικοινωνία του αιτούντος με τα ανήλικα τέκνα του κατά τις ανωτέρω καθορισθείσες ημέρες και ώρες και να μην παρεμποδίζει αυτή.
ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος της καθής της [Α] αίτησης χρηματική ποινή ποσού εκατό (100,00) ευρώ και προσωπική κράτηση δέκα (10) ημερών για κάθε περίπτωση που αυτή παρεμποδίζει την προαναφερόμενη επικοινωνία, παραβιάζοντας τους ανωτέρω σχετικούς όρους.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ προσωρινά τον καθού της [Β] αίτησης να παραλείπει να προσβάλλει την προσωπικότητα της αιτούσας της αίτησης αυτής, απευθυνόμενος (δια ζώσης ή μέσω μηνυμάτων) είτε στην ίδια είτε σε τρίτους με συκοφαντικό, υβριστικό και απαξιωτικό για την τελευταία (αιτούσα) τρόπο.
ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος του καθού της [Β] αίτησης χρηματική ποινή ποσού εκατό (100,00) ευρώ και προσωπική κράτηση δέκα (10) ημερών για κάθε παραβίαση της αμέσως ανωτέρω διάταξης.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Κατερίνη στις ……., σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με τη σύμπραξη γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)