Thess Lawyer

Σύμβαση έργου- Άκαιρη καταγγελία αυτής- Καταβολή συμφωνημένης αμοιβής μειωμένης κατά τα ποσά που εξοικονομήθηκαν λόγω της καταγγελίας αυτής

Mε την αμετάκλητη 71/2016 απόφαση ΑΠ Β2 Πολιτικό Τμήμα, που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του γραφείου μας από την πλευρά του ενάγοντος εργολάβου, κρίθηκε ότι  η διαφορά μεταξύ συμβάσεως έργου και συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών είναι ότι στην μεν πρώτη περίπτωση τα συμβαλλόμενα μέρη αποβλέπουν  στο τελικό αποτέλεσμα της συμφωνίας τους, από το οποίο εξαρτάται η συμφωνημένη αμοιβή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση τα μέρη αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που γίνεται με χαρακτηριστικά ελευθεριότητος ως προς τον τρόπο και τόπο παροχής της εργασίας, υπακούοντας στις χαλαρές υποδείξεις προϊσταμένων.

Στην προκειμένη περίπτωση η εργοδότις, μεγάλη εταιρία ιδιοκατασκευών, κατήγγειλε ακαίρως τη δωδεκάμηνη σύμβαση εργολαβίας καθαριότητος των εγκαταστάσεών της και αναγκάσθηκε βάσει του άρθρου 700 ΑΚ, να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνηθείσα αμοιβή, αφαιρουμένης από αυτήν κάθε δαπάνης που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και ο,τιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί.

Κρίθηκε επίσης ότι η διάταξη του άρθρου 700ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, γι αυτό είναι ισχυρές αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, με τις οποίες ορίζεται διαφοροποίηση στη ρύθμιση από εκείνη της διάταξης, ακόμη και έγκυρη παραίτηση του εργοδότη από το δικαίωμα καταγγελίας ή ανάκτηση του δικαιώματος από τον εργοδότη ή να παραχωρούνται περισσότερα δικαιώματα στον εργοδότη, όπως απαλλαγή από καταβολή αμοιβής ή να περιορίζεται η υποχρέωση σε ορισμένο ποσοστό ή να ορίζεται ποινική ρήτρα σε περίπτωση καταγγελίας, η οποία αντικαθιστά τις υποχρεώσεις από τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ ή είναι πέραν αυτών  (ΑΠ 358/2014, 1474/2013, 877/2013). Μπορεί επίσης με τις συμφωνίες αυτές να χορηγείται το δικαίωμα καταγγελίας όχι μόνον στον εργοδότη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 700 ΑΚ αλλά και στον εργολάβο ή να θεσπίζονται περιορισμοί στην άσκησή του (π.χ μετά από έγγραφη προειδοποίηση εργοδότη ή εργολάβου).

Περαιτέρω τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ που αφορούν στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει έστω και εμμέσως ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων. Αναιρετικώς ελεγκτέα η κρίση του δικαστηρίου όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών, καίτοι δεν προέκυπτε κενό ή αμφιβολία στην επίδικη σύμβαση.

Στην ελεγχόμενη περίπτωση υπήρχε σχετικός όρος στη σύμβαση αυτή, περί δυνατότητος καταγγελίας της πριν τη λήξη της, δηλαδή ακαίρως εκ μέρους της εργοδότου, δίχως να υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για τυχόν μη καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στην περίπτωση αυτή. Έτσι κατόπιν αξιολόγησης και του αναλόγου αποδεικτικού υλικού εκ μέρους του δικαστηρίου, προέκυψε η υποχρέωση της εργοδότου να καταβάλει τη συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή στον εργολάβο, μειωμένη κατά τα ποσά των ημερομισθίων του εργατικού προσωπικού που αυτός εξοικονόμησε, αφού στο μεταξύ και κατόπιν της καταγγελίας αυτός απέλυσε.

Επιπλέον κρίθηκε ότι παρά το γεγονός ότι τα ημερομίσθια του εργατικού προσωπικού ήταν κατώτερα αυτών της αντίστοιχης ΣΣΕ, εν τούτοις θα έπρεπε να ληφθούν υπ όψιν κατά την έκπτωση που καθιερώνει το άρθρο 700 εδ. 2 ΑΚ ως εξοικονόμηση δαπάνης εκ μέρους του εργολάβου και να εκπέσουν της τελικώς επιδικασθείσας εργολαβικής αμοιβής, διότι πνεύμα της διάταξης του άρθρου 700 εδ. 2 ΑΚ, αποτελεί η πραγματική δαπάνη που εξοικονομήθηκε και όχι αυτή που θα έπρεπε να εξοικονομηθεί, κατά την αντίστοιχη σχετικώς υποβληθείσα ένσταση εκ μέρους της εργοδότιδος, που εν τέλει απερρίφθη ως νομικά αβάσιμη.

 

Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.