Σε κάθε ποινική δίκη αντικείμενο απόδειξης χρήζει η ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αθωότητά του και ηα δυναμία απόδειξης αυτής δε συνεπάγεται την καταδίκη του. Το τεκμήριο της αθωότητας, όπως ονομάζεται αποτελεί πρωταρχική αρχή της ποινικής διαδικασίας και προστατεύει τον εκάστοτε κατηγορούμενο από το να καταδικαστεί λόγω αμφιβολιών για την αθωότητά του. Επομένως, κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι να αποδειχθεί από τον κατήγορό του το αντίθετο. Το συγκεκριμένο τεκμήριο δεν εφαρμόζεται μόνο στη χώρα μας αλλά έχει κατοχυρωθεί και σε ενωσιακό επίπεδο με την ΕΣΔΑ (Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και συγκεκριμένα στο άρθρο 6 παρ. 2 αυτής.
Σχετικά με τη φύση του τεκμηρίου της αθωότητας, επικρατεί θεωρητικά κάποια διχογνωμία. Σύμφωνα με μια πρώτη άποψη, το τεκμήριο συνιστά δικαίωμα του κατηγορουμένου. Κατά μια δεύτερη άποψη, αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και συνδέεται με το κράτος δικαίου κι επίσης θεωρείται ότι αποτελεί ένα σημαντικό εχέγγυό του.
Ωστόσο για να λειτουργήσει το συγκεκριμένο τεκμήριο απαραίτητο είναι να υπάρχουν κάποιοι όροι, καθώς αυτό δεν εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις.
Για να ισχύσει το τεκμήριο πρέπει να έχουμε μια δίκη σχετική με κάποιο έγκλημα, δηλαδή «πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται σύμφωνα με το νόμο» (άρ.14§1 ΠΚ). Πρέπει συνεπώς η πράξη να επισύρει κάποια ποινή.
Επιπροσθέτως, πρέπει να ερευνηθεί υπέρ ποίων ατόμων λειτουργεί. Συγκεκριμένα, κάποιος ονομάζεται ως κατηγορούμενος αμέσως μετά την άσκηση ποινικής δίωςξης εις βάρος του. Επομένως, όλα αυτά τα δικαιώματα που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας ξεκινούν να έχουν ισχύ αμέσως μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Τα τελευταία χρόνια βέβαια έχει παρατηρηθεί η τάση της νομολογίας και της θεωρίας για διεύρυνση του όρου έτσι ώστε και ο ύποπτος να απολαμβάνει του προστατευτικού αυτού πλέγματος.
Ως συνέπεια του τεκμηρίου αθωότητας έχει καθιερωθεί η αρχή in dubio pro reo. Η αρχή αυτή αποτελεί έγκειται στο ότι οι αμφιβολίες που τυχόν υπάρξουν κατά τη διάμόρφωση της δικανικής κρίσης αποβαίνουν υπέρ του κατηγορουμένου. Όπως προαναφέρθηκε, το νόημα της αρχής in dubio pro reo αποτελεί μία από τις συνέπειες και αρχές στις οποίες αναλύεται το τεκμήριο αθωότητας. Το τελευταίο έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθώς δεν αναφέρεται μόνο στο στάδιο της οριστικής κρίσης και απόφασης, αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση ολόκληρης της ποινικής δίκης. Έτσι, το τεκμήριο τίθεται σε εφαρμογή τόσο στην προδικασία όσο και κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας της δίκης. Ακόμα και μετά την εκφορά της οριστικής κρίσης του δικαστηρίου, βρίσκει εφαρμογή και ανατρέπεται μονάχα όταν το δικαστήριο εκφέρει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.
Συμπερασματικά, το τεκμήριο αθωότητας είναι άμεσα συνυφασμένο με τον εκάστοτε κατηγορούμενο αλλά και με το ίδιο το ποινικό σύστημα απόνομής δικαιοσύνης συνολικά καθώς καταδεικνύει τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα αυτού. Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος και έτσι πρέπει να του συμπεριφέρονται τα κρατικά διωκτικά όργανα μέχρι τη στιγμή που θα αποδειχθεί η ενοχή του. Στη θεωρία τουλάχιστον η χώρα μας επηρεάζεται από τα διεθνή και ευρωπαικά νομοθετικά κείμενα, στην πράξη όμως πρέπει ακόμα να γίνουν πολλά.