«Καλησπέρα σας. Έχουμε ένα παιδάκι δύο χρόνων και με τον σύζυγο μου πήραμε την απόφαση να χωρίσουμε χωρίς εντάσεις και τσακωμούς για χάρη του παιδιού. Όμως πήγε μόνος του σε γνωστό του δικηγόρο για να ρωτήσει για συναινετικό διαζύγιο. Εκείνος του είπε ότι δεν υπάρχει κάποιος νόμος και δεν μπορώ να αρνηθώ την διανυκτέρευση του παιδιού στον πατέρα του μέχρι την ηλικία των 4χρονων και ότι επίσης είμαι υποχρεωμένη να του τον αφήνω ένα μήνα συνεχόμενο το καλοκαίρι. Πράγμα που εγώ δεν βρίσκω ότι είναι κάλο για την ψυχολογία του παιδιού σε αυτήν την ηλικία. Επίσης ότι η διατροφή που θα δίνει μπορεί να οριστεί σε μηδέν ευρώ. Ισχύει όντως κάτι τέτοιο; Ευχαριστώ εκ των προτέρων για την βοήθεια σας .»
Απαντάει η δικηγόρος και διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια κυρία Ράνια Σαλπιστή
Όταν οι γονείς αποφασίζουν να χωρίσουν και να λύσουν το γάμο τους αντιμετωπίζουν τα εξής ζητήματα: – ποιος θα έχει την επιμέλεια του παιδιού, δηλαδή ποιος θα είναι επιφορτισμένος με την ανατροφή, επίβλεψη, μόρφωση, εκπαίδευσή του και τον τόπο διαμονής του, – ποιο είναι το ενδεδειγμένο χρηματικό ποσόν για τη διατροφή του παιδιού και – ποιος είναι ο τρόπος , ο τόπος και η συχνότητα επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δε διαμένει.
Τα ζητήματα αυτά λύνονται : είτε με συμφωνία των γονέων, είτε με δικαστική προσφυγή.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ευκτέο είναι αμφότεροι οι γονείς να συμβουλεύονται ο καθένας το δικό του δικηγόρο. Τούτο προάγει την πληρέστερη και ασφαλέστερη νομική τους κάλυψη και ενημέρωση ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, διότι σε καταστάσεις διαζυγίου η συναισθηματική φόρτιση είναι κακός σύμβουλος και ο νόμος ορίζει μόνον τα γενικά κριτήρια για τα ζητήματα που ανακύπτουν, τα οποία εξειδικεύονται από τη νομολογία κατά περίπτωσιν. Όλα τα παραπάνω θεωρούμε ότι επιβάλλουν την παρουσία νομικού παραστάτη για κάθε ένα από τα μέρη, που συνήθως εκτιμά και αναλύει τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης και κρατά μακριά τυχόν υπόνοιες για παρεξηγήσεις, παρερμηνείες που συνήθως συμβαίνουν όταν ο δικηγόρος είναι κοινός, εξισορροπώντας την ήδη τεταμένη κατάσταση.
Επί της ουσίας των υποερωτημάτων: 1) αναφορικά με την ανυπαρξία νόμου και μη δυνατότητος της μητέρας να αντιλέξει στη διανυκτέρευση του παιδιού στο σπίτι του πατέρα μέχρι την ηλικία των 4 χρονών και με την υποχρέωσή της να αφήνει το παιδί της ένα συνεχόμενο μήνα το καλοκαίρι με τον πατέρα του.
Πράγματι ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 1520 ορίζει ότι: «ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό….. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, τα σχετικά με την επικοινωνία καθορίζονται από το δικαστήριο».
Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται και που αποτελούν τη νομολογία σε συναφή αιτήματα, καθώς και η νομική θεωρία καταλήγουν στην παραδοχή ότι η επικοινωνία θα πρέπει να αποβαίνει προς όφελος και να προάγει το συμφέρον του παιδιού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διασφάλιση της ψυχικής και σωματικής του ακεραιότητας που σε καμία περίπτωση πρέπει να θίγεται από την επικοινωνία αυτή, λαμβανομένων υπόψιν των παραμέτρων της ηλικίας του παιδιού, των στοιχείων διαβίωσης του γονέα που ζητά την επικοινωνία (αν είναι επισφαλή ή όχι για το παιδί), τυχόν εθισμούς του γονέα αυτού κλπ, συνεκτιμώντας την εδραιωμένη αποδεικτικά επιχειρηματολογία του γονέα που έχει την επιμέλεια του παιδιού.
Το δικαιικό μας σύστημα διασφαλίζει την ασφαλή παρουσία αμφοτέρων των διαδίκων, τόσο αυτού που προσφεύγει όσο και αυτού που αμύνεται, ώστε με την επιχειρηματολογία αμφοτέρων και τα αποδεικτικά τους στοιχεία να καταλήγει στην επωφελέστερη λύση του ζητήματος που κρίνεται.
Στην προκειμένη περίπτωση ουδείς μπορεί να αφαιρέσει το δικαίωμα της μητέρας να επιχειρηματολογήσει και αποδείξει τα θετικά και αρνητικά της προτεινόμενης εκ μέρους του πατέρα επικοινωνίας του με το παιδί τους, μέσα στα όρια που διαγράφηκαν πιο πάνω.
Ως προς το δεύτερο υποερώτημα αναφορικά με τη μηδενική διατροφή:
Ο Αστικός Κώδικας, η νομική θεωρία και η νομολογία αναφέρουν ότι ο γονείς έχουν υποχρέωση διατροφής των παιδιών τους εφόσον είναι ανήλικα ακόμη κι αν έχουν περιουσία και τα εισοδήματα εκ της περιουσίας αυτής δεν επαρκούν για τη διατροφή τους. Τα κριτήρια του μέτρου της διατροφής προσδιορίζονται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του. Η διατροφή επίσης περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Η δε διατροφή προκαταβάλλεται συνήθως κάθε μήνα σε χρήμα.
Οι περιπτώσεις επί της ουσίας, μηδενικής διατροφής ανηλίκου είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο θέμα στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και τούτο διότι η διαβίωση και συντήρηση ενός ανηλίκου αντιμετωπίζεται ως υπέρτατη υποχρέωση του υπόχρεου γονέα, την οποία δε μπορεί να αποφύγει ακόμη και αν υποστηρίζει ως συνέπεια τη δική του διακινδύνευση διατροφής.
Από τη σύγκριση των οικονομικών μεγεθών διαβίωσης υποχρέου γονέα και δικαιούχου ανηλίκου δυνατόν να προκύψει ελαττωμένη διατροφή λόγω υπέρτερης οικονομικής κατάστασης δικαιούχου (ύπαρξη προσοδοφόρας περιουσίας, εισοδήματα από διάφορες πηγές κλπ) σε σχέση με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα υποχρέου.
Σε κάθε περίπτωση η επιδίκαση του μέτρου της μηνιαίας διατροφής ανηλίκουέγκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου στο οποίο πρέπει να προστρέξετε, και ενώπιόν του οποίου πρέπει να θέσετε όλες τις παραπάνω παραμέτρους υπόψιν, ώστε να καταλήξει στην επωφελέστερη για το παιδί σας κρίση.
Διαφορετική βεβαίως είναι η νομολογιακή αντιμετώπιση της μηδενικής διατροφής υπέρ λοιπών δικαιούχων (συζύγου, ενηλίκου τέκνου, αδελφού κλπ) που δεν τίθεται στο παρόν ερώτημα και αποτελεί επίσης ένα μεγάλο πεδίο αντιπαράθεσης.