Thess Lawyer

Edit Content

Δικηγορικό γραφείο

Ρανιας Σαλπιστη | Σοφιας Σαμαρα

Συνταγματική ευχέρεια του ακυρωτικού Δικαστή για απόκλιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δικονομικών διατάξεων- Π. Λαζαράτου, Περί του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32§3 του πδ 18/1989 – Πρόσθετο σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ.63-

Κατάργηση δίκης-Προθεσμία καταθέσεως δικογράφου (παρατηρήσεις Π. Λαζαράτου στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ. 63

Π. Λαζαράτου, Περί του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32§3 του πδ 18/1989 – Πρόσθετο σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ.63

Με αφορμή την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ Ολ 3175/2014 (που εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 2451/2012 7μ), ο καθηγητής Πάνος Λαζαράτος αναλύει, στο πλαίσιο διεξοδικών παρατηρήσεων, τη δικονομική ρύθμιση του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32 παρ. 3 του πδ 18/1989, σχετικά με τη συνέχιση της ακυρωτικής δίκης όταν η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα και ο αιτών προβάλλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, σχετικό ισχυρισμό και ζητεί τη συνέχιση της δίκης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 31 παρ.1 Ν.3772/2009 (ΦΕΚ Α΄ 112), «…με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».

Πρόκειται για την πρώτη συστηματική ερμηνεία της διάταξης και την ανάδειξη των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της. Ειδικότερα, εξετάζεται ο τρόπος άσκησης του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος της αίτησης συνέχισης της δίκης τόσο κατά την αρχική (εδ. α΄ της διάταξης) όσο και κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο (εδ. δ΄ της διάταξης) (Ι) και επισημαίνονται τα ερμηνευτικά ζητήματα που παραμένουν ανοικτά (ΙΙ), ιδίως δε το ερώτημα του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ζητούμενης αναβολής κατά το εδάφιο δ΄, τον οποίο δέχεται ο συγγραφέας επί τη βάσει άκρως τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας, ανεξαρτήτως του αν το αιτών έχει καταθέσει και/ή επιδώσει υπόμνημα συνέχισης πριν την αρχική συζήτηση (ΙΙΙ-V). Εντοπίζονται οι προϋποθέσεις της κατ’ εξαίρεση απόρριψης του αιτήματος αναβολής (VI) και η σημασία της προβολής πρόσθετων λόγων με κατάθεση υπομνήματος πριν από τη συζήτηση (VII). Τέλος, όσον αφορά το πρόβλημα που απασχόλησε το Δικαστήριο και ανάγεται στην ερμηνεία του α΄ εδαφίου της διάταξης, δηλαδή τις συνέπειες της εκπρόθεσμης κατάθεσης του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος, ο συγγραφέας καταλήγει –συμφωνώντας με τη δικανική κρίση– στον απόλυτο και μη ιάσιμο χαρακτήρα της δικονομικής ακυρότητας που επιφέρει η μη τήρηση της προθεσμίας κατάθεσης των 6 πλήρων ημερών πριν από την πρώτη συζήτηση, σε αντιδιαστολή προς τη σχετική και, συνεπώς, ιάσιμη ακυρότητα της εκπρόθεσμης επίδοσης του δικογράφου. Περαιτέρω αντικρούει την «τελολογική συστολή» του άρθρου 32 παρ. 3 που επιχείρησε η μειοψηφία, δεχόμενη, προκειμένου να αποφύγει την κατάργηση της δίκης, ότι το αίτημα συνέχισης δεν πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο, ακόμη και αν είναι εκπρόθεσμο, εφόσον δεν προβάλλονται με το υπόμνημα νέοι λόγοι και δεν αντιλέγει στη συνέχιση η διάδικος Διοίκηση (VIII).

Η συλλογιστική της απόφασης και η ανάλυση και ο σχολιασμός της αποτελούν αναμφίβολα υπόδειγμα δογματικής συνέπειας και δικονομικής ορθοδοξίας, είναι δε σύμφωνες προς το σύστημα του ελληνικού δικονομικού δικαίου. Οι απόψεις όμως που διατυπώθηκαν τόσο στο πλαίσιο της παραπεμπτικής ΣτΕ 2451/2014 (πλειοψηφία) όσο και της απόφασης της Ολομέλειας (μειοψηφία) φέρνουν στο προσκήνιο το γενικότερο ζήτημα της αυστηρής ερμηνείας των δικονομικών διατάξεων, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιεικείς λύσεις, κυρίως δε σε επιμήκυνση του χρόνου των δικαστικών διενέξεων και τελικά στην αποδυνάμωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Κατ’ επανάληψη τονίζει ο Jean Rivero, ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα: «…la justice est faite pour le justiciable et … sa valeur se mesure en termes de vie quotidienne. Ce n’est pas le développement du Droit qui nous intéresse, c’est la protection efficace qu’ en tire le particulier» [D. 1962, σ. 240], ενώ προσάπτει στο Conseil d’Etat ότι ενίοτε «δίδει το προβάδισμα στη δικονομική αισθητική έναντι της μέριμνας για τον διάδικο» [G. Cohen Jonathan, Hommage à J. Rivero, Droits fondamentaux, n° 1, juillet-décembre 2001, σ. 5 (8)].

Την προσέγγιση αυτή εκφράζει, για παράδειγμα, η μειοψηφούσα γνώμη [του Συμβούλου Γ. Ποταμιά και του Παρέδρου Δ. Βανδώρου] στην απόφαση ΣτΕ 819/2010, στο πλαίσιο εκλογικής διαφοράς, που υποστήριξε ότι, «κατά την έννοια του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, ακόμη και όταν μία δικονομική προϋπόθεση είναι καταρχήν δικαιολογημένη, διότι εξυπηρετεί την καλή λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, οι διατάξεις που την προβλέπουν θα πρέπει, παρά ταύτα, να μην ερμηνεύονται με υπέρμετρη προσήλωση στους τύπους, αλλά να συνεκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών της, μήπως η εφαρμογή τους, όταν εμποδίζει το δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, συνιστά δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του ενδιαφερομένου (πρβλ. ως προς την έννοια, του μη εφαρμοστέου εν προκειμένω λόγω της φύσης της διαφοράς, άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, τις καταδικαστικές για την Ελλάδα αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15.10.2009, Πετρόπουλος, 16.4.2009, Αντωνοπούλου, της 15.1.2009, Ρεκλός, της 21.2.2008, Κοσκινά, της17.1.2008, Βασιλάκης, της 14.12.2006, Ζουμπουλίδης (Ι), της 27.7.2006, Ευσταθίου, της 24.5.2006, Λιακοπούλου, της 22.2.2007, Perlala κ.α.)».

Στο ίδιο πνεύμα θα μπορούσαν να αναφερθούν και οι αποφάσεις ΣτΕ 3008/2013  [Π. Λαζαράτου, Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 3008/2013, ΘΠΔΔ 2014, σ. 61], ακόμη δε σαφέστερα οι ΣτΕ 266/2014 [Β. Τσιγαρίδα, Η έννοια του νομικού ζητήματος και της υφιστάμενης νομολογίας κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του πδ 18/1989, ΘΠΔΔ 8-9/2014, σ. 768] και ΣτΕ 3578/2014  [www.prevedourou.gr, Οι κανόνες ανάκλησης των διοικητικών πράξεων. Νομολογιακό προηγούμενο επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος στο πλαίσιο ακυρωτικής έφεσης (ΣτΕ 3578/2014)] του Ε΄ Τμήματος, με τις οποίες επιχειρείται η άμβλυνση της προϋπόθεσης του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και της έφεσης των άρθρων 53 παρ. 3 και 58 παρ. 1 (δεύτερο εδάφιο), αντιστοίχως, του πδ 18/1989, η οποία εισήχθη με το άρθρο 12 του Ν. 3900/2010, καθόσον γίνεται δεκτό ότι «ζήτημα νομολογιακού προηγουμένου, κατά την έννοια  [των άρθρων 53 παρ. 3 και 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989], μπορεί να τεθεί μόνον εφόσον έχει αποφανθεί το Δικαστήριο σε υπόθεση με όμοια ή  παρεμφερή νομικά και πραγματικά  γεγονότα, διότι τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας το ίδιο νομικό ζήτημα».

Τέλος, στο πλαίσιο διασταλτικής ερμηνείας των δικονομικών διατάξεων, θα μπορούσε να γίνει μνεία και της πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 4003/2014, η οποία εφαρμόζει για πρώτη φορά τη νέα διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3α και δέχεται τα εξής: «το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα, η ρύθμιση της περιπτώσεως της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας στην παράγραφο 3α, ερμηνευόμενη εν όψει της εντάξεώς της στην παράγραφο αυτή και της διαδικασίας που διαγράφει (έκδοση προδικαστικής απόφασης, προθεσμία ενέργειας για τη Διοίκηση, υποβολή υπομνήματος των λοιπών διαδίκων μετά την πάροδο της προθεσμίας, νέα συζήτηση της υπόθεσης προς έκδοση της εν τέλει οριστικής αποφάσεως), παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει αφ’ ενός τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και αφ’ ετέρου το δημόσιο συμφέρον, να διαπιστώσει, με οριστική κατά τούτο κρίση, την παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, να εκδώσει προδικαστική απόφαση και να τάξει εύλογη προθεσμία στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια. Στην περίπτωση αυτή, η συμμόρφωση της Διοίκησης μέσα στην ταχθείσα προθεσμία δεν απαιτείται, σύμφωνα πάντα με ειδική κρίση του Δικαστηρίου, να αναδράμει στο χρόνο συντέλεσης της παράλειψης, αλλά μπορεί να αφορά μόνο το μέλλον. Εξ άλλου, το Δικαστήριο μπορεί να τάξει μεγαλύτερη εύλογη προθεσμία στη Διοίκηση στην εξαιρετική περίπτωση που, εκτιμώντας τις συνθήκες, κρίνει ότι το τρίμηνο δεν αποτελεί επαρκές χρονικό διάστημα για την εκπλήρωση της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας». Σημειωτέον ότι η δικονομική διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3α χαρακτηρίζει ρητά τη σχετική προθεσμία «η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις», ως «αποκλειστική». [Βλ. σχόλια της απόφασης από Η. Κουβαρά, Η δικαστική απόφαση ως πεδίο συμβιβασμού δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος, ΕφημΔΔ 6/2014, σ. 718· Ε. Πρεβεδούρου/Σ. Κυβέλος, Σκέψεις ως προς τη δυνατότητα της Διοίκησης να «διορθώσει» a posteriori  παράνομη διοικητική πράξη μετά τις ρυθμίσεις του Ν 4274/2014 (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 4003/2014), ΘΠΔΔ 12/2014, σ. 1072. Εκτενές σχόλιο της απόφασης και κριτική ανάλυση του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014 σε K. Γώγο, Η παράλειψη της διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων ως πεδίο εφαρμογής των «διευρυμένων εξουσιών» του διοικητικού δικαστή. Σκέψεις για την ΣτΕ (Ολομ.) 4003/2014, ΤοΣ 3-4/2014, σ. 677].

Οι ανωτέρω σκέψεις, οι οποίες ουδόλως συνδέονται μεταξύ τους, καθόσον δεν αφορούν ούτε τις ίδιες δικονομικές προϋποθέσεις ούτε τις ίδιες συνθήκες δικαστικής προστασίας, προφανώς δεν αρκούν για να κλονίσουν την αυστηρή νομική ανάλυση της πλειοψηφίας στην απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014, ούτε τη συστηματική αξιοποίηση του διοικητικού δικονομικού δικαίου στην οποία αριστοτεχνικά προβαίνει ο Π. Λαζαράτος με τις παρατηρήσεις του για την απόφαση. Απηχούν όμως, όλες, το ίδιο πνεύμα της προσπάθειας τελολογικής ερμηνείας δικονομικών διατάξεων με σκοπό τη διάσωση ενός ενδίκου βοηθήματος, το οποίο, στην υπό εξέταση περίπτωση, πιθανότατα θα ασκηθεί εκ νέου, επιβαρύνοντας τόσο τον διάδικο όσο και το Δικαστήριο με την επανάληψη διαδικαστικών πράξεων που έχουν ήδη διενεργηθεί στο πλαίσιο της καταργούμενης –συνεπεία της αυστηρής και, ενδεχομένως, δογματικώς «ακαταμάχητης» ερμηνείας των δικονομικών διατάξεων– δίκης. Σημειώνεται, συναφώς, ότι στη γαλλική έννομη τάξη, η οποία δεν περιέχει ρητή δικονομική ρύθμιση της κατάργησης της δίκης ελλείψει αντικειμένου (μόνον όσον αφορά την παραίτηση του αιτούντος [désistement]), τα σχετικά ζητήματα έχουν αντιμετωπισθεί νομολογιακώς, με κριτήριο συνέχισης της δίκης το ωφέλιμο αποτέλεσμα (effet utile) της δικαστικής απόφασης. Η σχετική νομολογία, συνέπεια ρεαλιστικής προσέγγισης του Conseil d’Etat, ενισχύει την αποτελεσματικότητα της αίτησης ακύρωσης και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, τηρουμένων, βεβαίως, των ορίων της λειτουργίας και των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστή (Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 280 επ., με σχετική γαλλική βιβλιογραφία).

Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.