Με την υπ’ αριθμ. 153/2017 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Δ’ Πολιτικό Τμήμα) αναλύει την έννοια της “δόλιας περιέλευσης” οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (ν. 3869/2010).
Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε.
Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό.
Ειδικότερα πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης σχετικά με το περιεχόμενο του δόλου αναφέρεται η ταύτιση της έννοιας του δόλου στο πεδίο του αστικού δικαίου με αυτήν του δόλου στο άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω απόφαση ασχολείται με την έννοια του “ενδεχόμενου δόλου”. Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου ο ποινικός κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής υπαιτιότητας πρέπει να διακριβωθεί πρώτον μεν ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και δεύτερον ότι το αποδέχτηκε (Ολ.ΑΠ 8 και 11/2005, ΑΠ 69/2013, προβλ. επίσης ΑΠ 2149/2014). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου κι έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 677/2010). Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρ. 1 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών.
Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας.
Ειδικότερα πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο ο οποίος επωφελείται από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση, τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Φυσικά, όπως είναι αντιληπτό στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, την ύπαρξη του δόλου την επικαλείται και την αποδεικνύει ο πιστωτής. Επομένως, εφόσον η συγκεκριμένη διάταξη έχει θεσμοθετηθεί χάριν της προστασίας των πιστωτών, το βάρος της απόδειξης βαρύνει τους ιδίους. Σε καμία περίπτωση το ίδιο το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προβεί στην εξέταση του ανωτέρω ισχυρισμού αυτεπαγγέλτως, καθώς μόνο κατ’ ένσταση δύναται να προβληθεί.
Συμπερασματικά, από την εν λόγω απόφαση προκύπτουν ξεκάθαρα τα παρακάτω:
H συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει.
Σαν περίπτωση ενδεχομένου δόλου – σύμφωνα με την απόφαση- συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση, τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου. Αυτό θα συνιστούσε αξίωση πρόσθετων στοιχείων για την συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη, όπως είναι η εξαπάτηση υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου.
Τέλος, την ύπαρξη του δόλου ερευνά το δικάζον την υπόθεση δικαστήριο όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό κατ’ ένσταση και βαρύνεται με την απόδειξη αυτού.
Για αναλυτικότερη μελέτη της αποφάσεως πατήστε εδώ.